Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2024

Mπορεί να υπάρξει μια φιλελεύθερη αριστερά απαλλαγμένη από τη CIA;


Πρωτοβουλία συγκρότησης μετώπου για τη σωτηρία του λαού και την αναγέννηση 
της χώρας

Ένα ενδιαφέρον κείμενο, που όχι μόνο εξηγεί το βαθύτερο πολιτικό σκηνικό στη Βραζιλία και κατ’ επέκταση τη στάση του Λούλα και του κόμματός του (PT), αλλά επεκτείνει τη συζήτηση και σε σύγχρονα προβλήματα που χαρακτηρίζουν την πολιτική – ιδεολογική – ηθική κρίση, της «απανταχού και με τις ιδιαιτερότητές της», «Αριστεράς», που η ίδια δεν τολμά καν να τα θίξει. Η βραζιλιάνικη Αριστερά κατά των «επαγρυπνιστών» μπορεί να αντιληφθεί τον «δάκτυλο» της CIA στα ζητήματα της «πολιτικής περί φύλου», όχι όμως παραπέρα

Bruna Frascolla
ασχολείται με την ιστορία της φιλοσοφίας, είναι διδάκτωρ του UFBA (Universidade Federal da Bahia), και δοκιμιογράφος.

Η προπαγάνδα είναι ισχυρή, όχι όμως παντοδύναμη.
Ακριβώς όπως και στον αγγλόφωνο κόσμο, υπάρχουν πολλά βιβλία στη Βραζιλία που στοχεύουν να εξηγήσουν γιατί ο «επαγρυπνισμός» είναι κακό πράγμα. Και, όπως ακριβώς και στον αγγλόφωνο κόσμο, αυτοί που τείνουν να το κάνουν είναι από τη νεοσυντηρητική Δεξιά. Σύμφωνα με το ψαλτήρι τους, ο «επαγρυπνισμός» είναι κακό πράγμα επειδή απειλεί τη Δύση – η οποία ταυτίζεται σιωπηρά με τον πολιτικό φιλελευθερισμό.
Πρόκειται για έναν αρκετά σημαντικό πολιτικό ελιγμό, καθώς το όνομα «Δύση» ανάγεται στη διαίρεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα κομμάτια της οποίας, κατά τον Μεσαίωνα, χωρίζονταν μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης, στη Δύση, και της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης, στην Ανατολή. Και οι δύο εκκλησίες, η Ανατολική και η Δυτική, είναι αντιφιλελεύθερες. 
Έτσι, αυτό που οι νεοσυντηρητικοί εννοούν με τον όρο Δύση είναι μια πολιτική ιδεολογία που πρωτοεμφανίστηκε σε μια προτεσταντική χώρα, την Αγγλία, και στη συνέχεια εμφανίστηκε, με οικουμενιστικά και αντιεκκλησιαστικά χαρακτηριστικά, στην καθολική Γαλλία.
Και οι δύο φιλελεύθερες παραδόσεις είναι ξένες προς τη Βραζιλία, οπότε η υπεράσπιση της Δύσης εδώ είναι ξενόφερτη. Φυσικά, ο νόμος, η θρησκεία και η γλώσσα μας προέρχονται από τη Ρώμη, και αυτό μας καθιστά, με την κυριολεκτική έννοια, Δυτικούς. Ανήκουμε όμως σε αυτό που οι ιδεολόγοι της Δύσης αποκαλούν σκοτεινούς αιώνες, επειδή δεν απελευθερωθήκαμε ούτε από τη Μεταρρύθμιση, ούτε από τον Διαφωτισμό.
Αντιθέτως: οδηγηθήκαμε από το πνευματικό αρχηγείο της Αντιμεταρρύθμισης, το Κολέγιο της Κοΐμπρα. Είμαστε πολύ σκοτεινοί για να είμαστε Δυτικοί με την έννοια που χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη οι ιδεολόγοι της. 
Στον αγγλόφωνο κόσμο, υπάρχουν αριστεροί που επικρίνουν τον «επαγρυπνισμό», ή, όπως προτιμούν να τον αποκαλούν εδώ, τον «ταυτοτισμό» (από το identity politics/πολιτική ταυτοτήτων). Αυτές οι κριτικές τείνουν να στηρίζονται είτε στη γαλλική πλευρά του φιλελευθερισμού, καταδικάζοντας την ιδιαιτερότητα των αγώνων για τη φυλή, το φύλο κ.λπ. είτε στον ορθόδοξο μαρξισμό, ο οποίος δέχεται μόνο την ταξική ιδιαιτερότητα και, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι οι αγώνες για την ταυτότητα αποσπούν την προσοχή από το πραγματικό ζήτημα.
Στη Βραζιλία, μετά από μια καταιγίδα μεταφράσεων των νεοσυντηρητικών επικρίσεων του «επαγρυπνισμού», τελικά, ένας φιλελεύθερος δεξιός εκδοτικός οίκος εξέδωσε το Identitarismo (LVM, 2024), του Antonio Risério, ενός δημοκρατικού αριστερού που ήταν τροτσκιστής στην τελευταία στρατιωτική δικτατορία και εντάχθηκε στην Αντικουλτούρα.
Όπως επισημαίνει ο Risério, η Αριστερά της παλιάς, τη δικής του εποχής δεν ήταν δημοκρατική. Και αυτό ήταν απολύτως φυσιολογικό, αφού η δημοκρατία στη Βραζιλία πρωτοεμφανίστηκε με τη Δημοκρατία του «Καφέ με Γάλα » (Milk Cofee) (1898 – 1930) (η οποία θεωρείται ευρέως διεφθαρμένη μέχρι το κόκαλο) και στη συνέχεια επέστρεψε με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της πίεσης των ΗΠΑ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο και ο Risério σχολιάζει ότι «εκείνη την εποχή, οι Ηνωμένες Πολιτείες κράτησαν τη δημοκρατία, προκαλώντας, μεταξύ άλλων, τον επαναδημοκρατισμό της Βραζιλίας, με το τέλος της δικτατορίας Βάργκας» (σ. 270 του βιβλίου του).
Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Βραζιλία θα υποστεί ένα στρατιωτικό πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ με υποτιθέμενο στόχο τη διάσωση της δημοκρατίας από μια επικείμενη κομμουνιστική επανάσταση- και στη συνέχεια, το 1988, πάλι υπό την πίεση των ΗΠΑ, η Βραζιλία θα εγκαθιδρύσει τη Νέα Δημοκρατία (δημοκρατική και φιλελεύθερη). 
Κατά τη διάρκεια της Νέας Δημοκρατίας, η Βραζιλία είχε ακόμη και έναν πρόεδρο που εργαζόταν για μια ΜΚΟ που χρηματοδοτούνταν από το Ίδρυμα Ford, τον Fernando Henrique Cardoso. Και η εναλλακτική λύση στο κόμμα του Fernando Henrique ήταν το κόμμα του Lula, το οποίο είχε μεταξύ των ιδρυτών του ανθρώπους όπως ο Florestan Fernandes, ένας άλλος διανοούμενος που χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ford.
Ως συνήθως, ο Risério ρίχνει μια πολύ καλή ματιά στον Florestan και το Ίδρυμα Ford και καταρρίπτει τους ισχυρισμούς τους εναντίον της Βραζιλίας. Αυτή τη φορά, ωστόσο, ανέδειξε μια διδακτορική διατριβή του 2011, η οποία δεν έτυχε της προσοχής που της άξιζε και έγινε βιβλίο μόλις το 2019, που εκδόθηκε από έναν ακριβοπληρωμένο εκδοτικό οίκο. Το βιβλίο έχει τίτλο A questão negra: A Fundação Ford e a Guerra Fria  (1950-1970) (σ.μ. σε ελεύθερη μετάφραση: Το φυλετικό ζήτημα: Το ίδρυμα Ford και ο Ψυχρός Πόλεμος), του Wanderson da Silva Chaves.
Με βάση αυτό το έργο, ο Risério δίνει λεπτομέρειες για το πώς η συγκρότηση της Νέας Αριστεράς ήταν στη πραγματικότητα ένα σχέδιο της CIA, το οποίο χρησιμοποιούσε το Ίδρυμα Ford ως βιτρίνα, προκειμένου να προωθήσει μια αντισοβιετική αριστερά μετά τον θάνατο του Στάλιν. Το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν η σοβιετική προπαγάνδα που βασιζόταν στα φυλετικά προβλήματα των ΗΠΑ, και ο
Florestan υποστήριξε ότι ο βραζιλιάνικος ρατσισμός ήταν χειρότερος από τον αμερικανικό ρατσισμό.
Όσον αφορά το σενάριο του βιβλίου, ο Risério επιτίθεται στον ταυτοτισμό από όλες τις
πλευρές: τον κατηγορεί ότι είναι αντίθετος με τη Δύση, αντίθετος με τον Διαφωτισμό και αντίθετος με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, επαναλαμβάνει τη συνήθη κριτική του ότι ο ταυτοτισμός είναι αντίθετος με τη Βραζιλία, και ισχυρίζεται επίσης ότι είναι αντίθετος με τις αξίες που πρεσβεύει η αντικουλτούρα, από την οποία προήλθε. Αυτή η τελευταία κριτική ασκείται συνήθως από τη γαλλική αριστεράδείτε την αντίδρασή τους στο Me Too.
Νομίζω ότι η πιο ενδιαφέρουσα καινοτομία του βιβλίου είναι η προσπάθεια να καταγραφεί η εμφάνιση του «επαγρυπνισμού» στη Βραζιλία. Από ό,τι στοιχεία συνέλεξε ο Risério, ο «επαγρυπνισμός» καθιερώθηκε πρωτίστως στα πανεπιστήμια που χρηματοδοτήθηκαν από το Ίδρυμα Ford. Ωστόσο, για το ευρύτερο κοινό, ο «επαγρυπνισμός» εμφανίστηκε στο διαδίκτυο το 2014, όταν φόρουμ για θέματα τόσο διαφορετικά όσο ο αθεϊσμός και τα δικαιώματα των ζώων κατακλύστηκαν από συνθήματα όπως «όταν οι καταπιεσμένοι μιλούν, ο καταπιεστής σιωπά». Όπως μαθαίνουμε από τον Risério, οι αριστεροί αντι-PT (σ. μ. PT Partido dos Trabalhadores το Κόμμα των Εργατών του Lula), οι οποίοι ενστερνίζονται αυτή την αντίληψη, διατυπώνουν την πιθανότητα ότι το PT κρύβεται πίσω από τον «ταυτοτισμό».
Θα ήταν ένας τρόπος να συνεταιριστεί η κοινωνία των πολιτών που εξεγέρθηκε τον Ιούνιο του 2013 (όταν υπήρξε μια σειρά διαδηλώσεων χωρίς καθορισμένη ατζέντα, και από την οποία η Νέα Δεξιά αναδύθηκε ως πολιτική δύναμη που οργανώθηκε μέσω των κοινωνικών δικτύων). Αλλά, καθώς ο «επαγρυπνισμός» είναι παγκόσμια τάση, πρέπει να έχει μια παγκόσμια γενεσιουργό αιτία, και το 2014 είναι η χρονιά που σηματοδοτεί την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι η γενική θεώρηση του φαινομένου που προσφέρει ο Risério είναι συνεπής, επειδή εξιδανικεύει το παρελθόν της Αντικουλτούρας (που είναι δημιούργημα της CIA), την ίδια στιγμή που επικρίνει τον ταυτοτισμό (που είναι άλλο ένα δημιούργημα της CIA). Ο ταυτοτισμός, που εξάγεται από τις ΗΠΑ, πρέπει να επικριθεί, ώστε να μπορέσουμε να διατηρήσουμε τη δημοκρατία, η οποία όμως είναι κι αυτή εξαγωγικό προϊόν των ΗΠΑ. Το παράπονό του, τελικά, είναι ότι
έχουμε κακό ιμπεριαλισμό, ενώ θα έπρεπε να έχουμε καλό ιμπεριαλισμό.Ένα πράγμα που με ενοχλεί στα γραπτά των αριστεροφιλελεύθερων είναι η  σιωπηρή παραδοχή ότι ορισμένες εκλογικές επιλογές είναι πρακτικά εγκληματικές. Η ψήφος στον Τραμπ, τον Όρμπαν, την Μελόνι και τον Φίκο
τυγχάνει αυτής της αντιμετώπισης στο έργο του Risério. Αλλά προχωράει και παραπέρα: οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον σε θέση να διατηρήσουν τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο και ούτε καν στην πατρίδα τους (επειδή μπορεί να εκλέξουν τον Τραμπ) και γι’ αυτό έρχονται «σκοτεινοί καιροί». «Σκοτεινοί καιροί», λέει στη σελ. 272,» υφίστανται σήμερα στη Ρωσία του Πούτιν, στο Ιράν των Αγιατολάχ, στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ, στο Αφγανιστάν των Ταλιμπάν. Και οι δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης δεν είναι ασφαλείς από μια τρομακτική βύθιση στο πιο σκοτεινό σκοτάδι».
Ας πάρουμε το πιο προφανές παράδειγμα, που είναι το Ιράν. Δεν θα ήθελα να ζήσω ως Ιρανή γυναίκα και δεν πιστεύω ότι οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να εκτελούνται για την απλή συναίνεση στην ικανοποίηση των σεξουαλικών τους ορέξεων. Θεωρώ ασυνάρτητο το γεγονός ότι οι δυτικές φεμινίστριες και οι ομοφυλόφιλοι που μιλούν άσχημα για τις χώρες τους και τις παρουσιάζουν ως το χειρότερο μέρος στον κόσμο για να είναι κανείς γυναίκα ή ομοφυλόφιλος σύμφωνα με τις δικές τους αξίες, ενώ το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θα ήταν απείρως χειρότερα σύμφωνα με τις ίδιες αντιλήψεις.
Τούτου λεχθέντος, τι πρέπει να κάνει κανείς; Να ρίξει βόμβες σε αυτές τις χώρες για να αναγκάσει τις γυναίκες εκεί να φορούν σορτς παρά τη θέλησή τους; Αν είχα γεννηθεί στο Ιράν, ίσως να μου άρεσε να φοράω μαντίλα και θα είχα φρίξει με τον ιμπεριαλισμό που ήθελε να με κάνει να θέλω να φοράω σορτς. Όπως ακριβώς, ως Βραζιλιάνα, είμαι ενάντια σε έναν ιμπεριαλισμό που θέλει να με αναγκάσει να κατατάξω τον εαυτό μου ως μέλος μιας λευκής κουλτούρας και να αντιμετωπίζω τη μαύρη κουλτούρα ως κάτι ξεχωριστό και διακριτό από τη δική μου κουλτούρα, έχοντας (όπως και ο Risério) γεννηθεί στη «Μαύρη Ρώμη». Ποια θα ήταν η εναλλακτική λύση στη ρίψη βομβών; Να τη γεμίσουμε με πληρωμένη προπαγάνδα, όπως ακριβώς έκανε το Ίδρυμα Ford στις χώρες που βρίσκονταν στη ζώνη επιρροής του.
Νομίζω ότι αυτή η καθαρά ηθική καταδίκη των εθίμων των ξένων λαών έχει νόημα μόνο από θρησκευτική ή δογματική άποψη. Και, στην πραγματικότητα, η προέλευση της σύγχυσης βρίσκεται στον ελάχιστα γνωστό θεολογικό φιλελευθερισμό, τον οποίο έχω ήδη συζητήσει σε προηγούμενα άρθρα μου.
Εν ολίγοις, ο Προτεσταντισμός τον 19ο αιώνα αντιμετώπισε μια διάσπαση μεταξύ φονταμενταλισμού και φιλελευθερισμού. Οι αμερικανικές ελίτ είναι ηθικά και θεολογικά φιλελεύθερες, και από εκεί προέρχεται η μανία τους, μια μανία που συνίσταται, χονδρικά, στο να ρίχνουν βόμβες σε όλο τον κόσμο ώστε οι ομοφυλόφιλοι να μπορούν να κυκλοφορούν πιασμένοι χέρι-χέρι και οι γυναίκες
να κάνουν εκτρώσεις μετά από περιστασιακό σεξ.
Με τον Risério, ο αναγνώστης μαθαίνει ότι ο νεορατσισμός στη Βραζιλία είναι ένα κακό που προέρχεται από τη CIA, η οποία αγωνίστηκε να δημιουργήσει μια Αριστερά συμβατή με τον καπιταλισμό. Όσο για τα ζητήματα που αφορούν την οικολογία, την ψυχαγωγική χρήση ναρκωτικών, τη σεξουαλική απελευθέρωση και την επακόλουθη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, όλα αυτά υποτίθεται ήταν το αποτέλεσμα ενός θετικού και αυθόρμητου κινήματος της Αριστεράς, το οποίο
ανανεώθηκε μετά το θάνατο του Στάλιν και ήταν – παραδόξως – ο μόνος υπεύθυνος παράγοντας που προκάλεσε την πτώση του Σιδηρούν Παραπετάσματος.
Ο Λεχ Βαλέσα, η Άνοιξη της Πράγας, οι φοιτητές της πλατείας Τιενανμέν, όλα αυτά, υποτίθεται ότι ήταν αυθόρμητα. Η CIA είναι πολύ ισχυρή, φυσικά, αλλά οι ενέργειές της είναι κακές και, όπως φαίνεται, πρακτικά περιορίζονται στην επιβολή του βορειοαμερικανικού φυλετικού μοντέλου στους Βραζιλιάνους. Στην πραγματικότητα, ο δάκτυλος της CIA βρισκόταν σε κάθε ατζέντα της Νέας Αριστεράς. Αποδεικνύεται ότι η Νέα Αριστερά δεν ήταν ποτέ τόσο ομοιογενής όσο
είναι σήμερα. Δίνω το παράδειγμα του φεμινισμού. Ο Risério επικρίνει τις φεμινίστριες του σήμερα: «Δεν υπάρχει «συναινετικό» σεξ μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας. […] 
Αξίζει να πούμε ότι ο νεοφεμινισμός καταδικάζει την ετεροφυλόφιλη επιθυμία. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον φεμινισμό της αντιπολιτισμικής εποχής – τον φεμινισμό της Betty Friedan, της Germaine Greer και της Gloria Steinem» (σ. 52). Απ’ όσο γνωρίζω, η υπέρμαχος της ιδέας ότι «PIV = βιασμός», δηλαδή το πέος στον κόλπο είναι βιασμός, είναι η φεμινίστρια Andrea Dworkin, η οποία ήταν στοπανεπιστήμιο και έκανε ακτιβισμό στο αποκορύφωμα της Αντικουλτούρας. Και αν ο
πολιτικός λεσβιασμός δεν ήταν ισχυρός τη δεκαετία του ’60, σίγουρα δεν έφτασε στο απόγειό του τη δεκαετία του 2010. Πρέπει να ήταν γύρω στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Όσον αφορά την Gloria Steinem, είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι εργαζόταν για τη CIA. (Όσον αφορά την ανάμειξη της CIA στην εξερεύνηση άλλων πολιτισμών και τη διαφημιστική εκστρατεία της για τα ναρκωτικά, έχω
σχολιάσει ένα ενδιαφέρον βιβλίο σε προηγούμενο άρθρο μου).
Αυτό που μου φαίνεται πολύ παράξενο στους διανοούμενους που νοσταλγούν την Αντικουλτούρα είναι ότι την θεωρούν ως εκπρόσωπο του πολιτισμού στον οποίο ανήκουν. Αλλά ακόμη και όταν προέρχονται από μια χώρα όπως οι ΗΠΑ, η Αγγλία ή η Γαλλία, το γεγονός είναι ότι αυτή η νέα ηθική, την οποία θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει τη Δύση, είναι μια αναλαμπή της Ιστορίας τους.
Ακόμα και ένας ηλικιωμένος προοδευτικός Καλιφορνέζος θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η Δύση του ήταν, για το μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας της, «σκοταδιστική», γιατί αυτό το πράγμα με τους ομοφυλόφιλους που κρατιούνται από το χέρι και τις γυναίκες που κάνουν εκτρώσεις όταν το νιώθουν δεν είναι παρά μια υπόθεση, ούτε καν εκατό ετών.
Όλα αυτά μας δείχνουν ότι η προπαγάνδα είναι ισχυρή, χωρίς όμως να είναι παντοδύναμη. Δεν υπάρχει κανένα ποσό χρημάτων στον κόσμο που μπορεί να κάνει τους Βραζιλιάνους να αποδεχτούν τα δόγματα του Florestan Fernandes και του Ιδρύματος Ford σχετικά με το θέμα του φύλου. Ο Risério το αντιλαμβάνεται καλά αυτό.
Με έναν ακόμη πιο ριζοσπαστικό τρόπο, ωστόσο, δεν υπάρχει κανένα ποσό χρημάτων στον κόσμο που μπορεί να κάνει τους Βραζιλιάνους να αποδεχτούν την προπαγάνδα της Προγραμματισμένης Γονιμότητας (Planned Parenthood).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Globo δεν κάνει σαπουνόπερες με νεαρές γυναίκες που κάνουν έκτρωση, και όχι λόγω της σιωπηρής προσήλωσης σε ένα καπιταλιστικόσύστημα που είναι αντίθετο με τη σωματική αυτονομία των γυναικών (στην πραγματικότητα, καπιταλιστές όπως ο Bezos στις ΗΠΑ επιδοτούν τις αμβλώσεις των υπαλλήλων τους). Ο καπιταλισμός έχει σημασία επειδή η Globo θέλει να κρατήσει το κοινό της. Σε χώρες με καθολικό υπόβαθρο, είναι συχνά δύσκολο να προωθηθεί η άμβλωση. Η Γαλλία και η Αργεντινή αποτελούν εξαιρέσεις.
Τελειώνω αυτό το κείμενο τονίζοντας ότι το βιβλίο είναι πολύ κατατοπιστικό και έχει αξία ως ντοκουμέντο, ακόμη και για τη νοοτροπία ενός μέρους της βραζιλιάνικης αριστεράς που έζησε τη δεκαετία του 1960. Για να τοποθετήσω τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με το θέμα, εξηγώ ότι όταν το κύμα του «επαγρυπνισμού» σάρωσε τη Βραζιλία την τελευταία δεκαετία, οι αντίπαλοί του είχαν, τρόπον τινά, μια κρίσιμη μάζα που είχε ήδη διαμορφωθεί την προηγούμενη δεκαετία.
Επισημαίνω πέντε άτομα και τρία βιβλία, με χρονολογική σειρά: César Benjamin, Antonio Risério, Peter Fry, Yvonne Maggie και Demétrio Magnoli. Ο César Benjamin, το 2002, κατήγγειλε μέσω άρθρων σε περιοδικά τις προσπάθειες του Ιδρύματος Ford να υποστηρίξει ότι η Βραζιλία είναι περισσότερο ρατσιστική χώρα από τις Ηνωμένες Πολιτείες- ο Peter Fry και η Yvonne Maggie, πολύ διπλωματικά, πραγματοποίησαν μια σειρά δράσεων ενάντια στην καθιέρωση φυλετικών ποσοστώσεων στα δημόσια
πανεπιστήμια, οι οποίες κορυφώθηκαν με μια συλλογή υπογραφών το 2006. Όσον αφορά τα βιβλία, το 2005 ο Antonio Risério δημοσιεύει το A utopia brasileira e os Movimentos Negros (σ. μ. Η βραζιλιάνικη ουτοπία και τα Κινήματα Απελευθέρωσης των μαύρων), το οποίο κατηγορεί το κίνημα των μαύρων ότι εισήγαγε το σύστημα φυλετικής κατηγοριοποίησης των ΗΠΑ και παραποιεί την Ιστορία της Βραζιλίας.
Την ίδια χρονιά, ο Peter Fry εκδίδει το βιβλίο A persistência da raça (σ. μ. Η επιμονή της φυλετικής υπεροχής), όπου κατηγορεί το βραζιλιάνικο κίνημα των μαύρων ότι επαναλαμβάνει ένα βιβλίο του Perry Anderson που αποτελεί υπεράσπιση της αγγλικής αποικιοκρατίας ως ανώτερης από την πορτογαλική αποικιοκρατία. Το 2009 ο Demétrio Magnoli εκδίδει το Uma gota de sangue (σ. μ. Μια σταγόνα αίματος), το οποίο είναι μια ιστορία της φυλετικής αντίληψης, που καταγγέλλει την πολύ σημαντική Διάσκεψη του Ντέρμπαν και τις νέες φυλετικές πολιτικές της Βραζιλίας. Όλη αυτή η αυτονομία της βραζιλιάνικης σκέψης όσον αφορά το φυλετικό ζήτημα προέρχεται από τον Gilberto Freyre, ενώ αξίζει να μνημονευθεί και ο Darcy Ribeiro.
-------------------------------------------------
1 Σημ. Μετ. Πολιτική του «καφέ με γάλα»: είναι ένας όρος που αναφέρεται στην ολιγαρχική κυριαρχία στη βραζιλιάνικη πολιτική κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Παλαιάς Δημοκρατίας (1889-1930) από τις γαιοκτησίες του Σάο Πάολο (όπου κυριαρχούσε η βιομηχανία καφέ) και του Μίνας Ζεράις (όπου κυριαρχούσε η γαλακτοβιομηχανία), οι οποίες εκπροσωπούνταν από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Σάο Πάολο (PRP) και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Μίνας Ζεράις (PRM). Το όνομα παραπέμπει στο δημοφιλές ρόφημα καφέ café com leite, (κυριολεκτικά «καφές με γάλα»), αναφερόμενο στην αντίστοιχα κυρίαρχη βιομηχανία των πολιτειών.
Πηγή: seisaxthia.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου