Κορίτσι των '90s η Μαργαρίτα, δουλεύει σε ένα από τα καλύτερα μπαρ στο κέντρο της πόλης. Με τις ντιζαϊνιές του, τα αστραφτερά του ποτήρια, την «άριστη εξυπηρέτηση» όπως διαβάζουμε στα πρώτα σχόλια στη σελίδα του μαγαζιού στο facebook. Με τα όλα του.
Συραγώ Λιάτσικου
Η μαργαρίτα που λέτε είναι ένα πολύ ωραίο τυπάκι. Κάθε φορά που θα σου φέρει το καφεδάκι, θα σκάσει κι ένα χαμόγελο. Σου φτιάχνει αμέσως τη μέρα. Έχει συνηθίσει τόσα χρόνια και το κάνει αυτόματα. Ήταν άλλωστε στο job description. Ξέρει ότι αν δεν το κάνει, απολύεται.
Χθες που κατάφερε να ξεκλέψει δύο λεπτά για να κάνει ένα τσιγάρο, είδε στο απέναντι παγκάκι μια παρέα. Αμέσως αναγνώρισε τον Άλκη, μεγάλος έρωτας. Λίγο πριν συναντηθούν τα βλέμματά τους, συνειδητοποίησε πως ο χρόνος της τελειώνει και ο υπεύθυνος καραδοκεί, και με μια ατσούμπαλη κίνηση τρύπωσε ξανά στο πόστο της.
Έτρεμαν τα πόδια της στην ιδέα να του μιλήσει, δεν είχε την πολυτέλεια να πάθει τέτοια ταραχή. «Φόρεσε» το ωραίο της χαμόγελο και συνέχισε να εξυπηρετεί όλους αυτούς τους δύστροπους και ψωνισμένους πελάτες που της είχαν τύχει σήμερα, λες και τους πέρασαν από οντισιόν ένα πράγμα. Να φύγουν ευχαριστημένοι, να αφήσουν κανένα tip, να γλιτώσουμε και το γεμάτο δηλητήριο σχόλιο της ημέρας, ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να κοστίσει ακόμα και τη θέση εργασίας σου αν πέσει στην αντίληψη των «από πάνω». Μια γυαλάδα στα μάτια, όμως, ήταν τώρα εκεί.
Με βασανιστικούς ρυθμούς πέρασε το βράδυ. Επιτέλους, να βγάλει αυτά τα παπούτσια. Έριξε μια ματιά στο παγκάκι, ο Άλκης είχε φύγει. Πήρε το δρόμο για το σπίτι. Μέχρι να φτάσει, την είχαν πιάσει τα κλάματα. Εικόνες μιας δεκαετίας πέρασαν μπροστά από τα μάτια της.
Θυμήθηκε τα πρώτα της χρονιά στη Θεσσαλονίκη. Είχαν γνωριστεί σε μια πορεία, τον Δεκέμβρη του 2008. Την προηγούμενη μέρα οι μπάτσοι είχαν δολοφονήσει τον Αλέξη. Οργή, φωτιά, να σε πνίγει το άδικο. Η σφαίρα αυτή έχει περάσει μέσα από τις ζωές μας τελικά, σκέφτηκε, μας ράγισε τα όνειρα.
Κι έτσι περνούσαν οι μέρες και τα χρόνια, με τη Μαργαρίτα και τον Άλκη να διασχίζουν παρέα μια σειρά από σημεία-σταθμούς της δεκαετίας που αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας. Στην αρχή υπήρχε μια ξεγνοιασιά που σου φούσκωνε το στήθος με ελευθερία. Συνελεύσεις, καταλήψεις, συλλογικά μαγειρέματα, πάρτυ με φτηνά ποτά στα πιο ζωντανά πανεπιστήμια μες στο βαθύ σκοτάδι, αέναες συζητήσεις για το «πώς θα αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο», να τα πιάνουν κομμάτι κομμάτι, συγκρούσεις, διαφωνίες, μπολιάσματα. Και ξανά κουβέντα, ταινίες, παραστάσεις, βιβλία που θα σε στιγμάτιζαν, άνθρωποι που θα θυμάσαι με χαμόγελο για πάντα. Μουσική υπόκρουση μιας γενιάς που δεν είχε τίποτα να χάσει γιατί ήταν πια ξεκάθαρο ότι πάνε να της επιβάλουν ότι θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες. Και μέσα σ' αυτό το χάος, αυτοί ζούσαν με υλικά του κόσμου που ήθελαν να φτιάξουν.
Με τα χρόνια να μετράνε στη φθορά της σόλας των παπουτσιών τους, ο κόσμος γύρω τους άλλαζε δραματικά. Το είχαν καταλάβει, βέβαια, από τον Απρίλη του 2010 με το Καστελόριζο, το είχαν νιώσει νωρίτερα τον Δεκέμβρη. Τώρα όμως, οι θεωρητικές κουβέντες είχαν αρχίσει να γίνονται βιώματα.
Ολοένα και περισσότεροι φίλοι «τα μάζευαν» για να γυρίσουν πίσω στους γονείς τους - δεν συντηρείς με ψίχουλα ένα σπίτι - μαγαζιά έκλειναν, μισθοί συρρικνώνονταν, μαζί και τα όνειρα. Από τότε που μπήκε αυτή η καταρραμένη λέξη «μνημόνια» στις ζωές μας, οι περιβόητες «περικοπές» δεν αφορούσαν μόνο τα λεφτά. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος και βρίσκεται πάντα στο κεφάλι. Με όπλο τους το φόβο, βάλθηκαν να κατασκευάσουν μισούς ανθρώπους. Μη βγεις στο δρόμο γιατί οι μπάτσοι θα σε σαπίσουν στο ξύλο, μην αντιδράσεις στο αφεντικό γιατί δεν το χει σε τίποτα να σε απολύσει, θερίζει η ανεργία εκεί έξω, μη ζητάς παραπάνω, κάτω το κεφάλι, πολυτέλεια να θες να ασχοληθείς με το θέατρο, βρες μια δουλίτσα τώρα αλλιώς γύρνα πίσω να μας βοηθήσεις με το μαγαζί.
Κάπως έτσι, κατέληξε να διαλέξει ένα από αυτά τα μαγαζιά. Λίγα τα λεφτά, σκληρή η δουλειά, λίγο μαλάκας το αφεντικό, πως με κοιτάει έτσι, αλλά κάπως πρέπει να βγει ο μήνας, σκέφτηκε. Δεν θα γύριζε πίσω τόσο εύκολα.
Τις υπόλοιπες ώρες, δρόμος και πάλι δρόμος. Όταν υπάρχει δράση, θα υπάρξει και αντίδραση. Δεν ήταν όλοι διατεθιμένοι να συμβιβαστούν με αυτό το ζοφερό μέλλον και είπαν να το δείξουν για τα καλά. Έτσι γεννήθηκαν οι πλατείες. Κάθε μέρα που κατέβαινε στη πορεία, πολλές φορές τρέχοντας από τη δουλειά, έλιωνε από κούραση, κέρδιζε σε πείσμα. Πείσμα ότι και σήμερα δεν τους άφησε να της κλεψουν τα όνειρα.
Ο Άλκης δεν άντεχε να την βλέπει άλλο έτσι, κι αυτός βίωνε τα δικά του αδιέξοδα. Της είπε να φύγουνε μαζί. Είχε βρει ένα μεταπτυχιακό στη Δανία δωρεάν, δωμάτιο στις εστίες, θα την έβρισκαν την άκρη τους. Αρκεί να έφευγαν από 'κει, δεν άντεχε άλλο τόση διάχυτη θλίψη και παραίτηση να καθορίζει τις ζωές τους.
Η Μαργαρίτα δεν ήθελε να φύγει. Από τη μια έβλεπε μόνο τείχη να υψώνονται γύρω της, το θέατρο που τόσο πολύ αγαπούσε ήταν πια άπιαστο όνειρο. Από την άλλη, θα ένιωθε τόσο ηττημένη αν έφευγε τώρα. Είχε πεισμώσει να μείνει, να δει τι θα γίνει. Και κάπως έτσι, τόσο βουβά, οι δρόμοι τους χώρισαν μέσα στον χειμώνα του 2014. Σήμερα, ήταν η πρώτη μέρα που τον έβλεπε από τότε.
Είχε μάθει κάποια νέα του στο μεταξύ από κοινούς φίλους, αλλά τους είχε χάσει τώρα πια κι αυτούς, μετακομίζοντας στην Αθήνα. Τη χρονιά που έφυγε ο Άλκης για εξωτερκό, η Μαργαρίτα πήγε να δουλέψει σεζόν σε νησί. Μια εργασιακή τραγωδία, η ναυαρχίδα της εκμετάλλευσης. Δωδεκάωρα, τριάντα μέρες δουλειά τον μήνα, κανένα ρεπό, ύπνος σε κάτι ράτζα σε υπόγεια, μισθός αστείος, ανάλογα με το που θα κλείσει η προσωπική διαπραγμάτευση.
Μετά το νησί, back to the roots. Επιστροφή στην Αθήνα, στο παιδικό της δωμάτιο. Δεν είχε κι άλλη επιλογή. Το μαγαζί των γονιών της συνοικιακό, το είχε καταπιεί από πέρσι η κρίση. Τουλάχιστον δεν τους άφησε χρέη. Ο πατέρας της ξεκίνησε να κάνει μεροκάματα σε έναν φίλο, η μάνα της ακόμη στο ψάξιμο. Την επόμενη χρονιά, θα την έπαιρναν ταμεία στο σούπερ μάρκετ.
Η Μαργαρίτα, με τόσες συστάσεις και το πλούσιο βιογραφικό που κουβαλάει πλέον μαζί της βρήκε δουλειά σε ένα μπαράκι του κέντρου. Απέναντί του, δεν είχε και καμιά φοβερή θέα, έβλεπες φάτσα φόρα την τηλεόραση του προποτζίδικου. Σ' αυτή τη τηλεόραση, την τελευταία Παρασκευή του Ιούνη του 2015, είδε να ανακοινώνεται το δημοψήφισμα. «Μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση», είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί. Άλλωστε, δεν είχε τίποτα να χάσει. Οι μέρες που ακολούθησαν κύλησαν κάπως έτσι. Το έβρισκε εξαιρετικά απολαυστικό να παρατηρεί όλους αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν με τόσο πάθος, να τσακώνονται, όχι, ναι, μην πας να ψηφίσεις, και με την Ευρώπη τι θα γίνει, δημοκρατία, απάτη, ελπίδα, φόβος, ο καθένας τα δικά του. Τελικά, είναι ακόμα ζωντανοί, σκεφτόταν και γελούσε.
Μετά από τρία ατελείωτα χρόνια, μπόλικη υπομονή και οικονομίες, άφησε πίσω το παιδικό της δωμάτιο και έπιασε ένα σπιτάκι στην Κυψέλη. Όχι τίποτα φοβερό προφανώς, παλιό, μικρό αλλά βιώσιμο. Δεν μας έφταναν όλα τα προβλήματά μας σ' αυτόν τον τόπο, έπρεπε να ρθει και το Airbnb να εισβάλει στις γειτονιές μας. Αγνώριστες τις έχει κάνει. Τα σπίτια είναι ακριβά και οι χειμώνες... ατέλειωτοι, σιγά μη βρεις σπίτι με θέρμανση με το μπάτζετ που έχεις. Είχε κοντά κι ένα θεατρικό εργαστήρι, είπε επιτέλους να ξαναπιάσει από κάπου το όνειρό της. Πάνω που είχε αρχίσει να στρώνει κάπως η ζωή της, τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Το βράδυ κοιμήθηκε βαριά, είχε σκεφτεί τόσα πολλά που ένιωθε να πονάει το μυαλό της. Ήταν ανάγκη να τον δει έτσι ξαφνικά μπροστά της; Το πρωί σηκώθηκε με ένα βάρος σε στήθος και κεφάλι, μαζί πάνε στη ζωή αυτά τα δύο. Ήταν και 6η Δεκέμβρη, απανωτά τα χτυπήματα. Δεν θα προλάβαινε να πάει στην πορεία για τον Αλέξη, έπιανε δουλειά στις 6 σήμερα. Το πολύ πολύ να έπαιρνε καμιά «τζούρα» από συνθήματα αν πλησίαζε στο μπαράκι η πορεία.
Ανοίγει την πόρτα του μαγαζιού, τρέχει κάτω, βάζει τη «στολή», ευτυχώς την κάλυψε η μικρούλα που δουλεύει πρωινή, τη γλιτώσαμε και σήμερα. Πιάνει αμέσως το πόστο, φοράει και το χαμόγελο. Χαλαρή η κίνηση στο μαγαζί, προλαβαίνει να κάνει δύο τσιγάρα στο 6 με 8. Κατά τις 9 έρχεται μια παρέα από κορίτσια γύρω στα τριάντα, μες στη γκλαμουριά. Λογικά παλιές Δαπίτισες, θα σκεφτεί. Και η σκέψη της, θα επιβεβαιωθεί.
«Που να κατέβω με το αμάξι από τα βόρεια με όλους τους δρόμους κλειστούς» η μια, «ποιός τους έδωσε το δικαίωμα να κλείνουν τους δρόμους για ένα κωλόπαιδο που τα 'θελε ο κώλος του πριν 11 χρόνια» θα πει η άλλη, «μας έχουν αποκλείσει οι άπλυτοι από την πόλη μας» η τρίτη, «σκέψου να πέσει καμιά μολότοφ στο mini cooper μου» η τέταρτη, μες στον εκνευρισμό. Σφίγγει τα δόντια η Μαργαρίτα, πάει για παραγγελία. Έρχονται και τα κοκτεϊλάκια, περνάει λίγη ώρα, υστερικά χαχανητά απλώνονται στην αίθουσα. Εκείνη την ώρα, η Μαργαρίτα πήγαινε τον δίσκο με τη δεύτερη γύρα από κοκτέιλ. Εκεί που πάει να τ' αφήσει, κοιτάει στο κινητό της μίας και τι να δει. Ο Άλκης ξαπλωμένος στην πλατεία Εξαρχείων να πιάνει το κεφάλι του, η μπότα του μπάτσου από πάνω. Ξύλο, όχι αστεία. Αυτός είναι, δεν μπορεί, αυτό το μπουφάν ήταν το δώρο της πριν φύγει για Δανία. Κλάμα από το γέλιο οι άλλες, «επιτέλους να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, να τους βαράνε σε κάθε γωνία τους αλήτες».
Και κάπου εκεί, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Οι μαργαρίτες ενώθηκαν με το μπλάντι μέρυ, το μοχίτο συνάντησε το ντάκιουρι φράουλα, και όλα αυτά, προσγειώθηκαν στα πλατινέ κεφάλια της παρέας. Η Μαργαρίτα πέταξε τη στολή, φόρεσε το πιο βαθύ, πηγαίο της χαμόγελο και είπε «Παραιτούμαι. Τα ποτά στα κορίτσια από μένα». Κι έτσι ελεύθερη, συνέχισε το βράδυ της στους δρόμους της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου