Κατανοώ ότι υπάρχουν πολύ πιο σοβαρές και βαρύνουσες έγνοιες για «την επόμενη μέρα» –που έχει ήδη αρχίσει να διαγράφεται εξαιρετικά δυσοίωνη για τόσους πολλούς ανθρώπους που βλέπουν τις δουλειές τους να εξατμίζονται– από την...ανησυχία για τις ουρές που αναμένεται να σχηματίζονται παντού σταδιακά, από Δευτέρα που θα τεθεί σε λειτουργία το αποκαλούμενο Σχέδιο ΧΑΜ[ούλης].
Ουρές στο περίπτερο, στα μαγαζιά, στις υπηρεσίες, στα πάντα – ή σε όσα μέρη τουλάχιστον θα βγάλουν από την είσοδο το χαρτί προσωρινής αναστολής λειτουργίας «στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του Covid-19» και θα ανοίξουν και πάλι την πόρτα τους για το κοινό. Σε άλλα πάλι θα παραμείνει για καιρό η ανακοίνωση στο τζάμι, ξεχασμένη σαν στοιχειωμένο κηδειόσημο, δηλώνοντας ότι το «προσωρινό» κλείσιμο έγινε οριστικό και αμετάκλητο.
Ουρές που θα σχηματίζουν μασκοφόροι, απρόσωποι συμπολίτες μας (γίνεται ήδη φανερό το μπάχαλο που θα επικρατήσει μαζί με την καχυποψία και τις ανταλλαγές σφοδρών επικρίσεων σχετικά με την «απαραίτητη αλλά όχι υποχρεωτική ακριβώς» χρήση της μάσκας), στοιχισμένοι δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια με απόσταση ασφαλείας 1,5 μέτρου τουλάχιστον αναμεταξύ τους. Θα κάνουμε ουρές και θα συνωστιζόμαστε στις πλατείες και στους δρόμους έξω από άλλα μέρη που θα λειτουργούν ως υπερτιμημένες καντίνες ουσιαστικά, για να πιούμε ένα κοκτέιλ στο όρθιο και σε πλαστικό ποτήρι. Για τραπέζι στα δημοφιλή υπαίθρια μαγαζιά, θα πρέπει να έχεις κάνει κράτηση καναδυό μήνες πριν. Δεν είναι το τέλος του κόσμου αλλά και μόνο η σκέψη με παραλύει, με συντρίβει, με πλημμυρίζει με υπαρξιακό τρόμο και με μια ακατανίκητη τάση παραίτησης (για να μην ξεκινήσω για τις μάσκες που θα μας κάνουν να μοιάζουμε καλοκαιριάτικα με υποκείμενα κλινικού πειράματος).
Όπως μοιάζει να διαγράφεται η κατάσταση τούτη την ώρα (έχουμε να δούμε πολλά και απρόβλεπτα), δεν θα προλαβαίνουμε να κάνουμε παρά μερικά μόνο ελεύθερα βήματα πριν βρεθούμε σε φάση στάσης και αναμονής, ακινητοποιημένοι σε κάποια ουρά. Μετά τη χρονική διαστολή που βιώσαμε στην καραντίνα, θα ακολουθήσει το βασανιστήριο του χρόνου που κυλά αργά σαν το μαρτύριο της σταγόνας όταν τον περνάς στο καθαρτήριο μιας ουράς. Η ψυχοπαθολογία της υποχρεωτικής αναμονής σε σειρά προτεραιότητας είναι πολύ περίεργο πράγμα και ποτέ δεν ξέρεις με ποιον τρόπο μπορεί να εκδηλωθεί. Δεν είναι μόνο το άγχος, η πλήξη και ο εκνευρισμός που προκαλείται από τις παύσεις αυτές στην καρδιά της καθημερινότητας, είναι αυτή η αίσθηση ματαιότητας ότι δεν γλιστρά μόνο ο χρόνος αλλά η ίδια η ζωή μέσα από τα χέρια σου καθώς βρίσκεσαι στημένος στην ουρά. Θα δούμε να δοκιμάζονται στην πράξη διάφορα πειράματα και ποικίλες πατέντες στο μεταβατικό αυτό διάστημα μετά το (πρώτο;) επιδημικό κύμα. Ειδικά οι ιδιόκτητες και οι εργαζόμενοι σε χώρους εστίασης θα δοκιμάσουν διάφορα κόλπα στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για να μην αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο στα μαγαζιά τους. Μέχρι το φθινόπωρο τουλάχιστον, το «μέσα» τελείωσε για αυτά τα μέρη, γεγονός εξαιρετικά δυσάρεστο για όσους από μας έχουν ως αγαπημένα στέκια καφέ, εστιατόρια και μπαρ που δεν έχουν υπαίθρια τραπεζοκαθίσματα.
Έχουν γραφτεί πολλά αυτό τον καιρό για τους πίνακες του Χόπερ ως ιδανικούς αντικατοπτρισμούς της κουλτούρας της απομόνωσης και της καραντίνας. Το πιο γνωστό έργο του όμως –τα «Νυχτοπούλια»– δεν απεικονίζει μια ανθρώπινη μονάδα αλλά μια τριάδα θαμώνων (τετράδα αν συμπεριλάβουμε και τον μπάρμαν, άνευ γαντιών και μάσκας) στην μπάρα ενός ξενυχτάδικου. Αυτήν τη σκηνή δυστυχώς θα κάνουμε καιρό να τη δούμε και να τη ζήσουμε…
Ουρές στο περίπτερο, στα μαγαζιά, στις υπηρεσίες, στα πάντα – ή σε όσα μέρη τουλάχιστον θα βγάλουν από την είσοδο το χαρτί προσωρινής αναστολής λειτουργίας «στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων για τον περιορισμό της διάδοσης του Covid-19» και θα ανοίξουν και πάλι την πόρτα τους για το κοινό. Σε άλλα πάλι θα παραμείνει για καιρό η ανακοίνωση στο τζάμι, ξεχασμένη σαν στοιχειωμένο κηδειόσημο, δηλώνοντας ότι το «προσωρινό» κλείσιμο έγινε οριστικό και αμετάκλητο.
Ουρές που θα σχηματίζουν μασκοφόροι, απρόσωποι συμπολίτες μας (γίνεται ήδη φανερό το μπάχαλο που θα επικρατήσει μαζί με την καχυποψία και τις ανταλλαγές σφοδρών επικρίσεων σχετικά με την «απαραίτητη αλλά όχι υποχρεωτική ακριβώς» χρήση της μάσκας), στοιχισμένοι δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια με απόσταση ασφαλείας 1,5 μέτρου τουλάχιστον αναμεταξύ τους. Θα κάνουμε ουρές και θα συνωστιζόμαστε στις πλατείες και στους δρόμους έξω από άλλα μέρη που θα λειτουργούν ως υπερτιμημένες καντίνες ουσιαστικά, για να πιούμε ένα κοκτέιλ στο όρθιο και σε πλαστικό ποτήρι. Για τραπέζι στα δημοφιλή υπαίθρια μαγαζιά, θα πρέπει να έχεις κάνει κράτηση καναδυό μήνες πριν. Δεν είναι το τέλος του κόσμου αλλά και μόνο η σκέψη με παραλύει, με συντρίβει, με πλημμυρίζει με υπαρξιακό τρόμο και με μια ακατανίκητη τάση παραίτησης (για να μην ξεκινήσω για τις μάσκες που θα μας κάνουν να μοιάζουμε καλοκαιριάτικα με υποκείμενα κλινικού πειράματος).
Όπως μοιάζει να διαγράφεται η κατάσταση τούτη την ώρα (έχουμε να δούμε πολλά και απρόβλεπτα), δεν θα προλαβαίνουμε να κάνουμε παρά μερικά μόνο ελεύθερα βήματα πριν βρεθούμε σε φάση στάσης και αναμονής, ακινητοποιημένοι σε κάποια ουρά. Μετά τη χρονική διαστολή που βιώσαμε στην καραντίνα, θα ακολουθήσει το βασανιστήριο του χρόνου που κυλά αργά σαν το μαρτύριο της σταγόνας όταν τον περνάς στο καθαρτήριο μιας ουράς. Η ψυχοπαθολογία της υποχρεωτικής αναμονής σε σειρά προτεραιότητας είναι πολύ περίεργο πράγμα και ποτέ δεν ξέρεις με ποιον τρόπο μπορεί να εκδηλωθεί. Δεν είναι μόνο το άγχος, η πλήξη και ο εκνευρισμός που προκαλείται από τις παύσεις αυτές στην καρδιά της καθημερινότητας, είναι αυτή η αίσθηση ματαιότητας ότι δεν γλιστρά μόνο ο χρόνος αλλά η ίδια η ζωή μέσα από τα χέρια σου καθώς βρίσκεσαι στημένος στην ουρά. Θα δούμε να δοκιμάζονται στην πράξη διάφορα πειράματα και ποικίλες πατέντες στο μεταβατικό αυτό διάστημα μετά το (πρώτο;) επιδημικό κύμα. Ειδικά οι ιδιόκτητες και οι εργαζόμενοι σε χώρους εστίασης θα δοκιμάσουν διάφορα κόλπα στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για να μην αναγκαστούν να βάλουν λουκέτο στα μαγαζιά τους. Μέχρι το φθινόπωρο τουλάχιστον, το «μέσα» τελείωσε για αυτά τα μέρη, γεγονός εξαιρετικά δυσάρεστο για όσους από μας έχουν ως αγαπημένα στέκια καφέ, εστιατόρια και μπαρ που δεν έχουν υπαίθρια τραπεζοκαθίσματα.
Έχουν γραφτεί πολλά αυτό τον καιρό για τους πίνακες του Χόπερ ως ιδανικούς αντικατοπτρισμούς της κουλτούρας της απομόνωσης και της καραντίνας. Το πιο γνωστό έργο του όμως –τα «Νυχτοπούλια»– δεν απεικονίζει μια ανθρώπινη μονάδα αλλά μια τριάδα θαμώνων (τετράδα αν συμπεριλάβουμε και τον μπάρμαν, άνευ γαντιών και μάσκας) στην μπάρα ενός ξενυχτάδικου. Αυτήν τη σκηνή δυστυχώς θα κάνουμε καιρό να τη δούμε και να τη ζήσουμε…
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου