Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Θάνατος στον βασιλιά και φωτιά στο σχολείο από τη ρομφαία της επανάστασης

 
O αναρχικός πριν από τους αναρχικούς Σεν-Ζιστ στη φλόγα της εξέγερσης και οι Ισοι του Μπαμπέφ
 
 
Μέσα στο ευρύ πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας η Γαλλική Επανάσταση του 1789 συγκλόνισε συθέμελα τη μέχρι τότε τάξη των πραγμάτων, τερματίζοντας την περίοδο της απόλυτης βασιλείας, συντρίβοντας τη φεουδαρχία και σηματοδοτώντας την εποχή της νεωτερικότητας. «Το 1789 τοποθετείται στο μεταίχμιο των νεότερων χρόνων γιατί οι άνθρωποι εκείνης της εποχής θέλησαν, μεταξύ άλλων, να ανατρέψουν τον θεσμό της ελέω θεού βασιλείας και να εισαγάγουν στην ιστορία τη δύναμη της άρνησης και της εξέγερσης, που γεννήθηκε μέσα στους πνευματικούς αγώνες των τελευταίων αιώνων. Πρόσθεσαν, έτσι, στην παραδοσιακή τυραννοκτονία μια λογική θεοκτονία».1 Βέβαια, η επανάσταση του 1789 ανακινήθηκε από την αστική-μικροαστική τάξη των εμπόρων, των βιοτεχνών, των μεγάλων αγροτών και των επιστημόνων (νομικών κυρίως).
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε προλεταριάτο, όπως τουλάχιστον θα το όριζε ο Καρλ Μαρξ μισό αιώνα αργότερα. Ο Πιοτρ Κροπότκιν έλεγε: «Η Γαλλική Επανάσταση είναι η μητέρα όλων των επαναστάσεων».Στη Γαλλική Επανάσταση μπορεί κανείς να εντοπίσει θραύσματα από τις κυρίαρχες ιδεολογίες που θα αναδύονταν τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Πολλοί ερευνητές θεωρούν τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο και τη Λέσχη των Ιακωβίνων εκφραστές των κομμουνιστικών ιδεών, ενώ αργότερα η Κομμουνιστική Διεθνής δεν έκρυβε ότι ένιωθε συγγενής και κληρονόμος των Ιακωβίνων, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Το ίδιο γίνεται και με την ιδιαίτερη περίπτωση του Φρανσουά Νοέλ (Γράκχου) Μπαμπέφ (1760-1797) και της Συνωμοσίας των Ισων. Ο Μπαμπέφ ξεκινά από τους Ιακωβίνους αλλά προχωρά σε έναν ουτοπικό σοσιαλισμό και συνδυάζει χριστιανικά και κομμουνιστικά ιδεώδη, εστιάζοντας στο σύνταγμα του 1793, στην κατάργηση της ιδιοκτησίας, την ισότητα στο όνομα της φύσης, την κοινωνική αναδιοργάνωση και δικαιοσύνη.
Ο Μπαμπέφ μέσα στο αντεπαναστατικό καθεστώς του Διευθυντηρίου επιχειρεί εξέγερση και συλλαμβάνεται (τον Μάιο του 1796) με τους συντρόφους του (Φιλίπ Μπουοναρότι, Σιμόν Ντιπλέ, Ρενέ-Φρανσουά Λεμπουά, Ογκιστέν Αλεξάντρ Νταρτέ, Ρομπέρ Λιντέ, Ζαν Πιερ Αμάρ, Αλεξίς Βαντιέ κ.ά.) για να δικαστεί και να καταδικαστεί το 1797, ενώ στο μεταξύ γίνονται εξεγέρσεις και ένοπλες προσπάθειες απελευθέρωσής του. Ο Μπαμπέφ είναι οπωσδήποτε αξιόλογη περίπτωση, αλλά πάντως δρα σε μετεπαναστατική περίοδο, την ώρα που η αντεπανάσταση έχει σχεδόν επικρατήσει. Επίσης ενδιαφέρουσα είναι και η προσωπικότητα του Σιλβέν Μαρεσάλ (1750-1803), που συντονίζεται σε κάποια θέματα με τον Μπαμπέφ, αφού στο «Μανιφέστο των Ισων» (1796) απαιτεί «την από κοινού απόλαυση των καρπών της γης» αλλά δίνει ιδιαίτερη έμφαση και σε θέματα αθεΐας («όταν πιστεύει κανείς στον Θεό, υποτάσσεται στην ιεραρχία») και για τον λόγο αυτό αρκετοί ερευνητές τον αναφέρουν ως «ουτοπιστή αναρχικό».
 
ΑΝΤΟΥΑΝ ΝΤΕ ΣΕΝ-ΖΙΣΤ
Αν θέλουμε, πάντως, να ανιχνεύσουμε θραύσματα, ιδέες, αντιλήψεις, δράσεις και συμπεριφορές που παραπέμπουν στον αναρχισμό, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να στραφούμε στην περίπτωση του Σεν-Ζιστ, αυτού του λαμπρού πνεύματος της Γαλλικής Επανάστασης που έζησε έντονα την επανάσταση και πέθανε στην γκιλοτίνα την ίδια μέρα που αποκεφαλίστηκε και ο πνευματικός του πατέρας Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος.
Ο Σεν-Ζιστ καταρχάς παίρνει τον δρόμο του ποιητή-πολεμιστή, μονοπάτι που αργότερα θα ακολουθήσει και ο λόρδος Βύρωνας. Το εκτενές ποίημα «Οργκάν», που ο Σεν-Ζιστ έγραψε φυλακισμένος ύστερα από καταγγελία της μητέρας του, είναι ένα «ποίημα ενηλικίωσης» το οποίο εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν μια αναρχική προσωπικότητα (πνεύμα, χιούμορ, ουτοπία, γενναιότητα και έρωτας). Ο Σεν-Ζιστ είναι επίσης δανδής, ντύνεται εξεζητημένα κομψά, φορώντας πάντα το μεγάλο σκουλαρίκι του στο αριστερό αυτί. Το στιλ είναι σοβαρό ζήτημα αυτοέκφρασης για κάθε αναρχικό. Ο Σεν-Ζιστ αρχίζει από νωρίς τη δράση του ως άριστος μαθητής που έβαλε φωτιά για να κάψει το δημοτικό του σχολείο. Στον πρώτο του λόγο στην Εθνοσυνέλευση, σε ηλικία 22 ετών, όταν τέθηκε το ζήτημα τι έπρεπε να γίνει με τον ήδη συλληφθέντα βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ´ (αν δηλαδή θα έπρεπε να δικαστεί ή αν ίσχυε το «απαραβίαστο» βάσει του οποίου ο Λουδοβίκος ήταν ανέγγιχτος από τον νόμο και άρα αδύνατον να δικαστεί), ο Σεν-Ζιστ, σε μια έξοχη αγόρευση, υποστήριξε ότι ο βασιλιάς έπρεπε να εκτελεστεί και μάλιστα χωρίς δίκη!
Ο βασιλιάς είναι καταχραστής αφού είχε θέσει τον εαυτό του ελέω Θεού μονάρχη και έχει απολέσει τον τίτλο του «πολίτη», αφού είχε θέσει τον εαυτό του υπεράνω του νόμου των ανθρώπων. Ο Σεν-Ζιστ υπογραμμίζει: «Αν συγχωρήσει ο λαός σήμερα, αύριο θα ξαναβρεί το έγκλημα άθικτο».2 Τελικά ο Λουδοβίκος δικάστηκε και καταδικάστηκε –με πλειοψηφία λίγων ψήφων– χάρη στην ε πιμονή των «ορεινών» και του Σεν-Ζιστ, ο οποίος θεωρεί την τυραννοκτονία θεμέλιο λίθο της αυριανής κοινωνίας. Ευθύνεται για τον θάνατο του Λουδοβίκου ΙΣΤ´ όταν ρητορεύει: «Καθορίζοντας την αρχή δυνάμει της οποίας ίσως πεθάνει ο κατηγορούμενος, καθορίζουμε την αρχή με την οποία ζει η κοινωνία που τον δικάζει».3 Ο Σεν-Ζιστ θεωρεί ότι «ο Λουδοβίκος πρέπει να πεθάνει ή να βασιλεύσει», καταδεικνύοντας την αντίφαση κάθε άλλης λύσης. Ετσι, η θεοκρατία που το 1789 χτυπήθηκε στις αρχές της, με την εκτέλεση του Λουδοβίκου το 1793 εξοντώθηκε και στην ενσάρκωσή της. Ο Σεν-Ζιστ έμεινε στη σκιά του Ροβεσπιέρου, τον οποίο σεβόταν απεριόριστα, αλλά αυτός ήταν η «επαναστατική ρομφαία» που εξουδετέρωσε όσους θα πρόδιδαν την επανάσταση.
Αυτός αναμετρήθηκε με τους Γιρονδίνους και με τον Νταντόν, ο οποίος είχε προσχωρήσει –άθελά του;– στην υπηρεσία των Αγγλων. Αυτός αναμετρήθηκε με τους φαύλους λαϊκιστές του Ζακ Ρενέ Εμπέρ, που τρομοκρατούσαν και εκβίαζαν τους εχθρούς τους μέσα από την εφημερίδα-φυλλάδα του «Μπαρμπα-Ντισέν». Ο Σεν-Ζιστ σε ηλικία 25 χρόνων στέλνεται –ως πολιτικός επίτροπος– στο ανατολικό μέτωπο και αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία για να αντιμετωπίσει την εισβολή των Αυστριακών, που χρειάζονταν μόνο ένα 24ωρο για να φτάσουν μέχρι το Παρίσι. Αφησε το μουστάκι του αξύριστο για να φαίνεται μεγαλύτερος στα μάτια των μπαρουτοκαπνισμένων γρεναδιέρων. Διέταξε να κατασχεθούν όλα τα δεύτερα ζευγάρια παπούτσια των πλουσίων του Στρασβούργου προκειμένου να υποδήσει τον επαναστατικό στρατό των «αβράκωτων» που πολεμούσαν ξυπόλητοι μέσα στον χειμώνα.
Εβγαλε ανακοίνωση απευθυνόμενος στους «αβράκωτους», υποσχόμενος ότι θα φτιάξει έναν επαναστατικό στρατό άξιο να φέρει τη νίκη. Κόντρα στην ιεραρχία, δεν έτρωγε ποτέ με τους αξιωματικούς –μάλιστα εκτέλεσε μερικούς από αυτούς για ανανδρία– και ήταν πάντα ανοιχτός ν’ ακούσει τα παράπονα των στρατιωτών. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή, είχε συγκεκριμένη άποψη για το πώς έπρεπε να είναι ο επαναστατικός στρατός και την άποψη αυτήν τη μετέτρεψε σε πολεμική τακτική, κινούμενος με ταχύτατους ελιγμούς, αιφνιδιάζοντας και χτυπώντας δυνατά τον εχθρό σε έναν «ολοκληρωτικό πόλεμο» που κατέληξε σε θρίαμβο, πετώντας τους Αυστριακούς και τους Γερμανούς πίσω από τον Ρήνο.
Μερικά αποφθέγματά του αποκαλύπτουν τον τρόπο που σκεφτόταν: «Τολμήστε! Αυτή η λέξη περικλείει όλη την πολιτική της επανάστασής μας!». Η άποψή του για την εξουσία και την τέχνη της διακυβέρνησης: «Ολες οι τέχνες έχουν δώσει αριστουργήματα. Μόνο η τέχνη της διακυβέρνησης έχει παραγάγει τέρατα!». Αλλά και η αντίληψη για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της επανάστασης: «Η ευτυχία είναι μια καινούργια έννοια για την Ευρώπη». Ο Σεν-Ζιστ αντιλαμβάνεται ότι δεν αρκούσε μια αλλαγή των εξωτερικών χαρακτηριστικών του πολιτεύματος, αλλά ότι έπρεπε να ενισχυθούν με κάθε τρόπο οι επαναστατικές δυνάμεις της κοινωνίας για να συντριβούν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις.
Σχεδίασε νόμους για την απαλλοτρίωση των περιουσιών όσων είχαν στραφεί κατά της πατρίδας και της επανάστασης και την απόδοσή τους στους ακτήμονες και τους «αβράκωτους», προκειμένου να στηρίξει τις επαναστατικές δυνάμεις της γαλλικής κοινωνίας. Από αυτή την άποψη οι νόμοι της Βαντόζ είναι οι πλέον ταξικοί νόμοι της εποχής.
 
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ
Ο Σεν-Ζιστ έζησε σε μια εποχή που δεν είχε διατυπωθεί ο όρος «αναρχικός». Παρ’ όλα αυτά στοχάζεται για το κράτος και την πολιτεία με τρόπο πρωτοποριακό, λέγοντας: «Σε καμιά περίπτωση η πολιτεία δεν σταμάτησε την κατάσταση πολέμου. Αντίθετα, την προκάλεσε εισάγοντας ανάμεσα στους ανθρώπους σχέσεις εξάρτησης τις οποίες αγνοούσαν». (Απόσπασμα 2, «Για την κοινωνία») Στοχάζεται για την πολιτική και τις κοινωνικές σχέσεις: «Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι η “κοινωνική συνθήκη”. Οι σχέσεις μεταξύ των λαών είναι η πολιτική συνθήκη». Διακρίνει δύο είδη φεντεραλισμού: τον πολιτικό φεντεραλισμό που αφορά τη διακυβέρνηση και τον αστικό φεντεραλισμό που γεννάται από τις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες. (Απόσπασμα 3, «Ηθη») Αντιλαμβάνεται την εξέγερση ως εργαλείο. «Η εξέγερση είναι αποκλειστικό δικαίωμα του πολίτη και του λαού». (Απόσπασμα 18, «Εγγυήσεις») Στοχάζεται για της γης τους κολασμένους, … «Το Κράτος θα αγοράσει τους νέγρους στις ακτές της Αφρικής για να τους μεταφέρει στις αποικίες. Θα απελευθερωθούν την ίδια στιγμή και θα τους δοθούν 300 τ.μ. γης και τα απαραίτητα εργαλεία για την καλλιέργειά τους».
Επιστρέφοντας νικητής από το μέτωπο βρίσκει τον Ροβεσπιέρο έτοιμο να καταγγείλει στην Εθνοσυνέλευση κάποιες αντεπαναστατικές μεθοδεύσεις. Τελικά το αντεπαναστατικό πραξικόπημα της Θερμιδόρ επικρατεί, αφού ο Ροβεσπιέρος βρίσκεται μπλοκαρισμένος προσπαθώντας να χειριστεί τις πολιτικές εξελίξεις με νομικό τρόπο, αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως νομικός. Ο Ροβεσπιέρος σε νευρική κατάπτωση αρνείται την πρόταση του Σεν-Ζιστ να διατάξει τη στρατιά του Ρήνου να βαδίσει προς το Παρίσι και καθώς αδυνατεί να μιλήσει, χτυπημένος από μια σφαίρα στο στόμα, υποτάσσεται τελικά στην αρνητική συγκυρία.
Ο Σεν Ζιστ τον ακολουθεί στον όλεθρο, ξέροντας πως το παιχνίδι/η επανάσταση έχει πλέον χαθεί, σιωπηλός, εμμένοντας στη φράση που θα άνοιγε την τελευταία του ομιλία στην Εθνοσυνέλευση που τον είχε υποδεχτεί σαν ήρωα την προηγούμενη μέρα. «Δεν ανήκω σε καμιά φατρία. Θα τις πολεμήσω όλες!». Οι ιστορικοί θεωρούν ότι αν ζούσε ο Σεν-Ζιστ, θα ξεπερνούσε τον Ροβεσπιέρο και θα συγκρουόταν για την εξουσία με μια άλλη προσωπικότητα που ετοιμαζόταν να διαγράψει ιλιγγιώδη πολιτική τροχιά, τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Πάντως ο Σεντ-Ζιστ ερωτεύτηκε την επανάσταση και όχι την εξουσία: «Τι είναι ο θρόνος; Ενα κομμάτι κούτσουρο όπου ο καθένας μπορεί να κάτσει. Εγώ προτιμώ τον καναπέ ενός μπουντουάρ…».4
 
Σημειώσεις:
1. Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 187 2. Miguel Abensour, Lire Saint - Just, p. 53 3. Antoine – Louis de Saint - Just, Discours sur le jugement de Louis XVI, p. 483 4. Antoine – Louis de Saint - Just, Organt, Chant XIII, p. 229
* Περιοδικό Hot Doc #183, «Το επαναστατικό ρήγμα στην ευρωπαϊκή κοινωνία», 14/07/2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου