Η προγιαγιά μου η Κατίνα με τις κόρες της, την Μαρία, την Στάσα, την Αδαμαντία και την Ευαγγελία την γιαγιά μου. Μια μάνα με τέσσερις κόρες. Τι γίνηκαν οι άντρες, δεν ξέρω.
Ξέρω μονάχα πως η προγιαγιά μου μέχρι να φύγουν από τον τόπο τους, πήγαινε στις μπουγάδες των Τούρκων τους έκλεβε τις φορεσιές και έντυνε με αυτά τους κατατρεγμένους Έλληνες μήπως καταφέρουν και σωθούν, ντυμένοι ως Τούρκοι.
Και όταν τα πράγματα ζόρισαν έβαλε κατάσαρκα την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Την Παναγιά, μάζεψε ό,τι μπόρεσε και πήρε τις κόρες της και έφυγε για την μαμά πατρίδα.
Τι έκαναν, που πήγαν μέχρι να εγκατασταθούν στις παράγκες του Πολύγωνου, δεν ξέρω.
Ήταν οι πρόσφυγες, οι σμυρνιές, οι παστρικές και ό,τι άλλο έλεγαν και ακόμα λένε για τους πρόσφυγες της Σμύρνης. Δεν τους καλωσόρισαν ποτέ ετούτους τους πρόσφυγες. Δεν τους ήθελαν τους τουρκόσπορους στην Αθήνα. Δεν τους ήθελε η μαμά πατρίδα, δεν ήθελε τα δικά της παιδιά.
Μα ούτε αυτοί οι κωλοσμυρνιοί ήθελαν να φύγουν από την πατρίδα τους. Αναγκάστηκαν…
Δουλειές του ποδαριού, πλύστρες, υπηρέτριες και ό,τι άλλο. Η γιαγιά μου π.χ. ήταν υπηρέτρια της Τζόλυ Γαρμπή.
Ποτέ δεν μιλούσαν για την καταστροφή. Ποτέ! Μόνο το δίπατο σπίτι τους θυμόντουσαν εκεί στο Μπουτζά, αναμνήσεις μονάχα από την καθημερινότητα τους, όταν κυλούσε ήρεμα.
Τον τούρκο εργάτη που είχαν και δεν άκουσε και δούλεψε μια μέρα γιορτινή, του αγίου Σπυρίδωνα πρέπει να ήταν και έπαθε μεγάλη ζημία και από τότε, έλεγαν, μέρες γιορτινές ποτέ ξανά δεν δούλεψε.
Κάποιες στιγμές, μεμονωμένα μόνο, θυμόντουσαν λίγο πριν την καταστροφή και μετά σιωπή. Υπήρχε η παράγκα του Πολύγωνου, ως τότε όμως, δεν είπαν ποτέ τι έκαναν πού πήγαν, πώς έφτασαν ως εκεί.
Τέσσερις γυναίκες ήρθαν μόνες τους εδώ, πρόσφυγες.
Όταν κοιτώ κατατρεγμένους, στέκομαι, βουρκώνω. Θυμάμαι…
Ξέρω μονάχα πως η προγιαγιά μου μέχρι να φύγουν από τον τόπο τους, πήγαινε στις μπουγάδες των Τούρκων τους έκλεβε τις φορεσιές και έντυνε με αυτά τους κατατρεγμένους Έλληνες μήπως καταφέρουν και σωθούν, ντυμένοι ως Τούρκοι.
Και όταν τα πράγματα ζόρισαν έβαλε κατάσαρκα την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής. Την Παναγιά, μάζεψε ό,τι μπόρεσε και πήρε τις κόρες της και έφυγε για την μαμά πατρίδα.
Τι έκαναν, που πήγαν μέχρι να εγκατασταθούν στις παράγκες του Πολύγωνου, δεν ξέρω.
Ήταν οι πρόσφυγες, οι σμυρνιές, οι παστρικές και ό,τι άλλο έλεγαν και ακόμα λένε για τους πρόσφυγες της Σμύρνης. Δεν τους καλωσόρισαν ποτέ ετούτους τους πρόσφυγες. Δεν τους ήθελαν τους τουρκόσπορους στην Αθήνα. Δεν τους ήθελε η μαμά πατρίδα, δεν ήθελε τα δικά της παιδιά.
Μα ούτε αυτοί οι κωλοσμυρνιοί ήθελαν να φύγουν από την πατρίδα τους. Αναγκάστηκαν…
Δουλειές του ποδαριού, πλύστρες, υπηρέτριες και ό,τι άλλο. Η γιαγιά μου π.χ. ήταν υπηρέτρια της Τζόλυ Γαρμπή.
Ποτέ δεν μιλούσαν για την καταστροφή. Ποτέ! Μόνο το δίπατο σπίτι τους θυμόντουσαν εκεί στο Μπουτζά, αναμνήσεις μονάχα από την καθημερινότητα τους, όταν κυλούσε ήρεμα.
Τον τούρκο εργάτη που είχαν και δεν άκουσε και δούλεψε μια μέρα γιορτινή, του αγίου Σπυρίδωνα πρέπει να ήταν και έπαθε μεγάλη ζημία και από τότε, έλεγαν, μέρες γιορτινές ποτέ ξανά δεν δούλεψε.
Κάποιες στιγμές, μεμονωμένα μόνο, θυμόντουσαν λίγο πριν την καταστροφή και μετά σιωπή. Υπήρχε η παράγκα του Πολύγωνου, ως τότε όμως, δεν είπαν ποτέ τι έκαναν πού πήγαν, πώς έφτασαν ως εκεί.
Τέσσερις γυναίκες ήρθαν μόνες τους εδώ, πρόσφυγες.
Όταν κοιτώ κατατρεγμένους, στέκομαι, βουρκώνω. Θυμάμαι…
Τους κοιτώ και σκέφτομαι πως κάπως έτσι θα ήταν και η προγιαγιά μου με τα παιδιά της από το χέρι, να τρέχει να βρει μια ακρούλα στη ζωή να ξαποστάσει, να φτιάξει ένα κονάκι να χωθούν μέσα, να απαγκιάσουν λίγο.
Πρόσφυγες!
Ποιος θέλει να γίνει πρόσφυγας; Ποιος είναι αυτός που επιλέγει από μόνος του να γίνει ένας κατατρεγμένος; Ποιος είναι αυτός που μία μέρα επιλέγει να πάρει τα παιδιά του και να φύγει κυνηγημένος από τον τόπο που τον γέννησε για να πάει να μείνει σε ένα ξένο μέρος, που κανείς δεν τον θέλει; Πού τον βρίζουν, τον κυνηγούν, τον φοβούνται;
Γιατί να θέλει να φύγει κάποιος από την πατρίδα του για να κοιμάται κατάχαμα με τα παιδιά του σε στρατόπεδα, φυλακισμένος;
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι τώρα, όπως η γιαγιά μου τότε, είχαν ζωές καλοστημένες, σπίτια, φίλους, οικογένειες. Όμως, αυτοί που είναι αχόρταγοι, μια χούφτα άνθρωποι που οξυγόνο τους είναι το χρήμα, μια χούφτα κτήνη, αποφασίζουν πολέμους, αποφασίζουν δίχως σκέψη καμία να καταστρέψουν χώρες και να σβηστούν από τα τεφτέρια τους σαν μουτζούρα, που χαλάει την τελειότητα του χαρτιού τους, άνθρωποι. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Γιατί έτσι τους βολεύει.
Αποφασίζουν ποιοι θα πεθάνουν από ασιτία την ίδια στιγμή που ρίχνουν χρήμα σε όπλα και εξοπλιστικά συστήματα, έτσι απλά γιατί αφήνουν κέρδος. Χώρες δίχως νερό ,άνυδρες, παιδιά να παρακαλούν για μια σταγόνα νερό, έστω και βρώμικο, για να ξεδιψάσουν. Για φαΐ, ούτε λόγος.
Δεν είναι μόνο ο πόλεμος που διώχνει, είναι και η φτώχια. Είναι και αυτή η δύναμη της ζωής που έχουμε όλοι μέσα μας. Που αγωνιζόμαστε για τα παιδιά μας, για τις δικές μας ζωές.
Εσύ που ανοίγεις την βρύση σου και τρέχει νεράκι καθαρό για να πιείς, εσύ που ακούς ότι υπάρχει διαμάχη με τους Τούρκους και τρέχεις στα σούπερ μάρκετ να γεμίσεις ντουλάπια με τρόφιμα και ό,τι άλλο για να σωθείς.
Εσύ που κάθεσαι χαλαρά σε έναν καναπέ και βλέπεις τους πρόσφυγες να κοιμούνται σε νεκροταφεία και στον δρόμο.
Εσύ που δεν έχει περάσει ούτε σαν σκέψη ότι θα μπορούσε να συμβεί και σε σένα τούτο.
Εσύ που ζεις στην γαλήνη του σπιτιού σου και κατακρίνεις όσους κοιμούνται στους δρόμους .
Εσύ που δεν καλοδέχτηκες ούτε τους ομοαίματους σου όταν κάηκε η Σμύρνη.
Εσύ που θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Νομίζεις ότι όλοι αυτοί θέλουν να μείνουν σκλάβοι φυλακισμένοι εδώ;
Νομίζεις ότι θέλουν να καταστρέψουν την χώρα που τους φιλοξενεί;
Νομίζεις ότι θέλουν να μένουν σαν παστωμένα ψάρια σε κονσέρβα σε έναν άθλιο χώρο έρμαιο του καιρού και των «πονόψυχων ΜΚΟ»;
Πρόσφυγες!
Ποιος θέλει να γίνει πρόσφυγας; Ποιος είναι αυτός που επιλέγει από μόνος του να γίνει ένας κατατρεγμένος; Ποιος είναι αυτός που μία μέρα επιλέγει να πάρει τα παιδιά του και να φύγει κυνηγημένος από τον τόπο που τον γέννησε για να πάει να μείνει σε ένα ξένο μέρος, που κανείς δεν τον θέλει; Πού τον βρίζουν, τον κυνηγούν, τον φοβούνται;
Γιατί να θέλει να φύγει κάποιος από την πατρίδα του για να κοιμάται κατάχαμα με τα παιδιά του σε στρατόπεδα, φυλακισμένος;
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι τώρα, όπως η γιαγιά μου τότε, είχαν ζωές καλοστημένες, σπίτια, φίλους, οικογένειες. Όμως, αυτοί που είναι αχόρταγοι, μια χούφτα άνθρωποι που οξυγόνο τους είναι το χρήμα, μια χούφτα κτήνη, αποφασίζουν πολέμους, αποφασίζουν δίχως σκέψη καμία να καταστρέψουν χώρες και να σβηστούν από τα τεφτέρια τους σαν μουτζούρα, που χαλάει την τελειότητα του χαρτιού τους, άνθρωποι. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Γιατί έτσι τους βολεύει.
Αποφασίζουν ποιοι θα πεθάνουν από ασιτία την ίδια στιγμή που ρίχνουν χρήμα σε όπλα και εξοπλιστικά συστήματα, έτσι απλά γιατί αφήνουν κέρδος. Χώρες δίχως νερό ,άνυδρες, παιδιά να παρακαλούν για μια σταγόνα νερό, έστω και βρώμικο, για να ξεδιψάσουν. Για φαΐ, ούτε λόγος.
Δεν είναι μόνο ο πόλεμος που διώχνει, είναι και η φτώχια. Είναι και αυτή η δύναμη της ζωής που έχουμε όλοι μέσα μας. Που αγωνιζόμαστε για τα παιδιά μας, για τις δικές μας ζωές.
Εσύ που ανοίγεις την βρύση σου και τρέχει νεράκι καθαρό για να πιείς, εσύ που ακούς ότι υπάρχει διαμάχη με τους Τούρκους και τρέχεις στα σούπερ μάρκετ να γεμίσεις ντουλάπια με τρόφιμα και ό,τι άλλο για να σωθείς.
Εσύ που κάθεσαι χαλαρά σε έναν καναπέ και βλέπεις τους πρόσφυγες να κοιμούνται σε νεκροταφεία και στον δρόμο.
Εσύ που δεν έχει περάσει ούτε σαν σκέψη ότι θα μπορούσε να συμβεί και σε σένα τούτο.
Εσύ που ζεις στην γαλήνη του σπιτιού σου και κατακρίνεις όσους κοιμούνται στους δρόμους .
Εσύ που δεν καλοδέχτηκες ούτε τους ομοαίματους σου όταν κάηκε η Σμύρνη.
Εσύ που θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Νομίζεις ότι όλοι αυτοί θέλουν να μείνουν σκλάβοι φυλακισμένοι εδώ;
Νομίζεις ότι θέλουν να καταστρέψουν την χώρα που τους φιλοξενεί;
Νομίζεις ότι θέλουν να μένουν σαν παστωμένα ψάρια σε κονσέρβα σε έναν άθλιο χώρο έρμαιο του καιρού και των «πονόψυχων ΜΚΟ»;
Νομίζεις ότι αν ζούσες εσύ έτσι, δεν θα εξαγριωνόσουν; Σκέψου τι θα έκανες εσύ.
Να μην εύχεσαι τον θάνατο κανενός ανθρώπου, γιατί ίσως κάποιοι εύχονται για το δικό σου, για να ελαφρώσει το ασφαλιστικό σύστημα, ας πούμε.
Να μην εύχεσαι τον θάνατο κανενός, όχι για να μη σε έβρει το ίδιο, απλά και μόνο γιατί είσαι άνθρωπος και νοιάζεσαι.
Όταν πλημμύρισε η Ελλάδα από κωλοσμυρνιούς και «τουρκόσπορους», οι Έλληνες αντέδρασαν. Έχασαν την βολή τους, φοβήθηκαν ότι θα χάσουν την ησυχία τους, τα ήθη και τα έθιμά τους; Ότι θα αλλοιωθεί ο πολιτισμός τους; Ποιος ξέρει;
Όμως και οι δύο μεριές ήταν έρμαια πολιτικών επιλογών των μεγάλων που ορίζουν τις τύχες των λαών. Κοιτάμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος.
Ας μη τα βάζουμε λοιπόν με τον πρόσφυγα ή με τον ντόπιο που αντιδρά για τους πρόσφυγες. Ας του εξηγήσουμε ότι και οι δυο πλευρές είμαστε από την ίδια όχθη του ποταμού. Και ας νοιαστούμε τον αδύναμο, τον κυνηγημένο τώρα.
Εσύ που κάθεσαι τώρα και απολαμβάνεις την γαλήνη του σπιτιού σου, εσύ που έχεις την πολυτέλεια να γκρινιάζεις στην εργασία σου, σκέψου ότι αύριο το σπιτάκι σου το πολυαγαπημένο μπορεί να το απολαμβάνει η τράπεζα. Μπορεί να το σηκώσει και να το πάρει ένας τυφώνας, ποτέ δεν ξέρεις.
Κανείς δεν θέλει να είναι κυνηγημένος, πρόσφυγας. Κανείς! Ούτε εσύ! Γιατί να θέλει αυτός που τώρα εμείς φιλοξενούμε;
Ούτε εσύ φταις, ούτε ο πρόσφυγας.
Άλλοι φταίνε, με αυτούς βάλτα λοιπόν. Αν σε παίρνει γιατί αυτοί οι ολίγοι δεν είναι εύκολος ανοχύρωτος στόχος. Δεν είναι κατατρεγμένοι στόχοι.
Άντε να σας δω λεβέντες μου. Βρείτε τους αληθινούς ενόχους και κυνηγήστε τους.
Άντε να σας δω….
Πηγή: sioualtec.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου