Σε αντίθεση με τη λογική, τα μαθηματικά, την οικονομία ή την πολιτική, η αλήθεια κι η δικαιοσύνη δεν μπορούν να ‘χουν παράδοξα. Και στην Ηλιούπολη, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, η αλήθεια δεν ήρθε στο φως. Όχι επειδή οι αθώοι είναι καλά και ντε ένοχοι, αλλά γιατί μοιάζουν πολύ εύκολα αθώοι.
Αθώοι.
Η διεθνής, κλασική εικόνα της δικαιοσύνης, είναι αυτή της Θέμιδας (ή της Δίκης) με τη ζυγαριά και το πανί στα μάτια. Σήμερα, επιλέγω να μην κοιτάξω στο πανί. Ίσως να ‘πρεπε μόνο εκεί να δω, ίσως όλα να ξεκινούν από μια τρύπα στο μαντίλι, όμως δεν θέλω να υποθέσω χωρίς στοιχεία, δεν θέλω ν’ αφήσω το θυμικό μου να γράψει πράγματα που μπορεί και ν’ αδικούν την ελληνική μας θέμιδα. Γιατί αυτό θα σήμαινε τρύπα στο δικό μου το μαντίλι, κι άδικος δεν θα γίνω. Στη ζυγαριά λοιπόν.
Διάβαζα για την υπόθεση της Ηλιούπολης, κι αισθάνομαι πως κάτι έχουμε μπερδέψει σχετικά με το τεκμήριο της αθωότητας. Κι αυτό το κάτι είναι το βάρος που κουβαλάει πάνω της η λέξη. Αθώος. Βαρύ όσο και το ένοχος. Και φυσικά, χωρίς συζήτηση πρέπει να θεωρείσαι αθώος αν δεν αποδειχτεί η ενοχή σου (διαφορετικά θα γεμίσει ο κόσμος ελέφαντες, κι άντε ύστερα να πείσεις πως δεν έχεις προβοσκίδα), όμως αυτό δεν πάει να πει πως η δικαιοσύνη μπορεί ν’ αντιμετωπίζει την αθώωση μ’ ελαφράδα. Η αθώωση έχει βάρος. Τόσο βάρος όσο κι η ενοχή.
Νιώθω λοιπόν πως, στην Ηλιούπολη, ένα αθώος ακούστηκε πιο «εύκολα» απ’ όσο θα ‘πρεπε. Και, να το ξεκαθαρίσουμε, μακριά από μένα κάτι εύκολα και επικίνδυνα: «Απ’ τη στιγμή που μίλησε σημαίνει ότι είναι θύμα». Όχι, δεν μπορεί να χτιστεί μια δικαιοσύνη που θα ταυτίζει την καταγγελία με καταδίκη, ακόμα κι αν αυτός που καταγγέλλει είναι γυναίκα, παιδί, άτομο με αναπηρία ή φοιτητής με σημάδια από γκλοπ στο κορμί του. Οι καταγγελίες πρέπει ν’ αποδεικνύονται, πρέπει να στηρίζονται, στο φινάλε πρέπει το τεκμήριο αθωότητα να συνεχίσει να ισχύει. Όμως διαβάζω (και ξαναδιαβάζω, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον) στο σκεπτικό του εισαγγελέα: «Η καταγγέλλουσα δεν παραπλανήθηκε από μηχανισμούς τράφικινγκ, η ίδια επέλεξε τη ζωή της για να κερδίσει την οικονομική της χειραφέτηση» και πως «αν ήθελε μπορούσε να αλλάξει δρόμο στη ζωή της». Κι αυτό την ίδια στιγμή που ο 40χρονος αστυνομικός προτάθηκε ως ένοχος για ενδοοικογενειακή βία. Παράδοξο;
Η εικόνα που σχηματίζεται λοιπόν, έχει ως εξής:
- Το κορίτσι δέχεται κακοποίηση κατ’ εξακολούθηση στο σπίτι του.
- Πηγαίνει με «πελάτες» ηθελημένα για ν’ αποκτήσει οικονομική χειραφέτηση.
- Αν ήθελε θα μπορούσε ν’ αλλάξει πορεία ζωής.
- Ζητάει βοήθεια από σερβιτόρα κοντινής καφετέριας, για να γλιτώσει από μια κατάσταση στην οποία βρίσκεται με τη θέλησή της, κι άρα μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να την αλλάξει.
- Τελικά τινάζει στον αέρα, με βαριές καταγγελίες, την επιτυχημένη επιχείρηση πορνείας που έχει χτίσει για τον εαυτό της. Και στην οποία δεν συμμετείχε κανείς άλλος.
Ναι, παράδοξο. Κι είναι παράδοξο, μόνο και μόνο επειδή (είπαμε) αφήνω στην μπάντα μια πιθανή τρύπα στο μαντίλι. Αφήνω απ’ έξω κάθε περίπτωση καθοδηγούμενης δικαιοσύνης. Επιμένω με πείσμα και κόπο να πιστεύω πως κανείς δεν παίζει κομπολόι τη ζυγαριά στην Ελλάδα. Συνεχίζω (αφελής;) να θεωρώ πως δεν σας δίνουν εντολές και οδηγίες, κύριοι εισαγγελείς και δικαστές. Όμως ετούτο το παράδοξο, έρχεται να τα βάλει με τη λογική και την αφέλειά μου. Και, σ’ αντίθεση με τη λογική, τα μαθηματικά, την οικονομία ή την πολιτική, η αλήθεια κι η δικαιοσύνη δεν μπορούν να ‘χουν παράδοξα. Στην Ηλιούπολη λοιπόν, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, η αλήθεια δεν ήρθε στο φως. Όχι επειδή οι αθώοι είναι καλά και ντε ένοχοι, αλλά γιατί μοιάζουν πολύ εύκολα αθώοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου