Γιαννης Μυλόπουλος
Κάθε εκλογική αναμέτρηση αποτελεί κομβικό σημείο για την πολιτική ζωή, γιατί είναι η μεγάλη ευκαιρία για τους πολίτες να αξιολογήσουν την πορεία των πολιτικών κομμάτων και να απαντήσουν κατά τρόπο αυθεντικό στο κατά πόσον αυτά πέτυχαν ή απέτυχαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.
Γι’ αυτό και καμία δημοσκόπηση, αλλά και καμία πολιτική ανάλυση δεν έχει μεγαλύτερη αξία από τα ίδια τα αποτελέσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης.
Μοιραία, συνεπώς, όλα τα πολιτικά κόμματα προσπαθούν σήμερα να αποκωδικοποιήσουν και να ερμηνεύσουν τα μηνύματα που τους έστειλαν οι ψηφοφόροι στις ευρωεκλογές, προκειμένου να προσαρμοστούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο στην αξιολόγηση που τους επιφύλαξαν οι μοναδικοί τελικοί κριτές τους.
Ειδικά μετά από μια εκλογική αναμέτρηση που είχε την ιδιαιτερότητα να σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ αποχής, με το σχεδόν 60% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους να μην έχουν ψηφίσει, η αναταραχή που προκαλεί στο εσωτερικό των κομμάτων η αποκωδικοποίηση ενός τέτοιου αποτελέσματος είναι και αναμενόμενη, αλλά και προφανής.
Προφανές είναι, δηλαδή, ότι, όταν σε εγκαταλείπουν οι μισοί, σχεδόν, ψηφοφόροι σου μέσα σε ένα χρόνο, δεν μπορείς να πανηγυρίζεις.
Όπως έκαναν τα στελέχη της ΝΔ στα κανάλια το βράδυ των εκλογών, επειδή σε ένα κατακερματισμένο εκλογικό σκηνικό και παρά το γεγονός ότι έφτασε το κόμμα τους στο διαχρονικά χειρότερο σημείο του από την άποψη της εκλογικής επίδοσης, παρόλα αυτά διατήρησε μια αναιμική πρωτιά.
Ούτε όμως μπορείς και να σφυρίζεις αδιάφορα και να ισχυρίζεσαι ότι τα κατάφερες όταν έχεις χάσει 400.000 ψηφοφόρους στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και 300.000 στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, μέσα σε ένα μόλις χρόνο.
Κι ακόμη χειρότερα, δεν μπορείς να υποστηρίζεις ότι διατήρησες τη δεύτερη ή τρίτη, κατά περίπτωση, θέση σου, όταν δεν έχεις καταφέρει να κερδίσεις ούτε μια ψήφο από τις 1.000.000 που εγκατέλειψαν την κυβέρνηση της ΝΔ.
Όσον αφορά στο κόμμα της ΝΔ πρώτα, είναι φανερό ότι σήμερα πληρώνει το τίμημα των επιλογών της ηγεσίας του.
Η πολιτική της συμπερίληψης στο ίδιο κυβερνητικό κόμμα ακροδεξιών, εθνικιστών, οπαδών της κοινωνικής Δεξιάς, ακραίων νεοφιλελεύθερων και παραδοσιακών κεντρώων μπορεί να βόλεψε, γιατί έφερε δύο συνεχόμενες εκλογικές νίκες, σήμερα όμως έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά της.
Η σύγχυση στην οποία βρίσκεται ο πρωθυπουργός, ο οποίος ερμηνεύοντας το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών από τη μια προχώρησε σε ανασχηματισμό για να ενισχύσει τη «μεταρρυθμιστική», σε αντικοινωνική όμως κατεύθυνση, πορεία της κυβέρνησης, ενώ από την άλλη υιοθέτησε προτάσεις της αντιπολίτευσης που μέχρι χτες αποκαλούσε λαϊκισμό, για τη φορολόγηση των υπερκερδών των κερδοσκόπων και για τη μείωση των έμμεσων φόρων, δείχνει το ιδεολογικό και πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος.
Η επίθεση, άλλωστε, από τα δεξιά που δέχθηκε ο κ. Μητσοτάκης από τους δυο πρώην πρωθυπουργούς της ΝΔ κ.κ. Σαμαρά και Καραμανλή, όπως και η γκρίνια πολλών καθαρόαιμων δεξιών κυβερνητικών βουλευτών για τις εκτός δεξιάς παράδοσης επιλογές της κυβέρνησης, αποδεικνύει ότι η ΝΔ βρίσκεται σε βαθιά κρίση προσανατολισμού.
Στην πολιτική, όταν για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού προσπαθείς να τους ικανοποιήσεις όλους, τελικά καταλήγεις να τους έχεις όλους απέναντι.
Δεν μπορεί κανείς να κοροϊδεύει με επικοινωνιακές μεθόδους τόσο πολλούς, για τόσο πολύ. Αν ο κ. Μητσοτάκης δεν πήρε τώρα το μάθημά του, δεν θα το πάρει ποτέ.
Είναι σαφές ότι η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε αποδρομή και ότι το ιδεολογικό ξεκαθάρισμα που την περιμένει θα της κοστίσει τη στήριξη από τα πλατιά λαϊκά στρώματα που της είχε εξασφαλίσει η μέχρι τώρα πλεύση της σε περισσότερες από δυο, ταυτόχρονα, πολιτικές βάρκες.
Η αποκάλυψη, στα πέντε χρόνια της διακυβέρνησης, της βαθιά αυταρχικής, αντικοινωνικής και άδικης κοινωνικά πολιτικής της κυβέρνησης της κόστισε την απώλεια 1.000.000 ψηφοφόρων που είχαν πιστέψει τον κ. Μητσοτάκη και στη συνέχεια απογοητεύτηκαν οικτρά.
Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να πληρώνει το ίδιο τίμημα της θολής ιδεολογικής και πολιτικής του εικόνας, την οποία υιοθέτησε κι αυτό για λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού.
Το «ή παππάς – παππάς ή ζευγάς – ζευγάς» δεν είχε ποτέ περισσότερη εφαρμογή στην πολιτική, από ό,τι έχει σήμερα με το ΠΑΣΟΚ. Ένα παραδοσιακά κεντροαριστερό κόμμα, το οποίο σήμερα ταλανίζεται αναποφάσιστο μεταξύ δεξιών και αριστερών επιλογών.
Γιατί Κεντροαριστερά δεν είναι η υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στην ιδιωτικοποίηση της υγείας και στην εκχώρηση του δημόσιου πλούτου σε οικονομικά συμφέροντα, στο όνομα ενός δήθεν εκσυγχρονισμού.
Ούτε Κεντροαριστερά είναι οι ίσες αποστάσεις από μια αυταρχική Δεξιά, που καταστρέφει το κοινωνικό κράτος και προχωρεί στην πιο βίαιη ανακατανομή εισοδήματος υπέρ των ισχυρών και συγχρόνως και από τον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο και μόνο για να διαφοροποιηθείς πολιτικά από τον εξ αριστερών πολιτικό σου αντίπαλο.
Το ΠΑΣΟΚ πληρώνει την αναποφάσιστη και γι’ αυτό θολή ιδεολογικά και πολιτικά επιλογή των ίσων αποστάσεων, προχωρώντας σε εσωκομματικές εκλογές για εκλογή νέου αρχηγού. Με κάποια από τα ορφανά του εκσυγχρονισμού που ευφυώς δεν έχουν μπει ακόμη στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, να ζυγίζουν τις συνθήκες για την κάθοδό τους ως υποψήφιοι/ες πρόεδροι του ΠΑΣΟΚ.
Αν αυτό τελικά συμβεί και το ΠΑΣΟΚ μεταλλαχθεί οριστικά σε ένα νεοφιλελεύθερο οικονομικά κόμμα, παρακολούθημα της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, είναι σαφές ότι θα υπογράψει την πολιτική του καταδίκη.
Η λύση για το ΠΑΣΟΚ, όπως άλλωστε και για τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται στην ίδια πλευρά της ιστορίας.
Στην αντιπαράθεσή τους δηλαδή με τη Δεξιά και στη συγκρότηση μιας κυβερνητικής αντιπρότασης που θα απαντά στα μεγάλα προβλήματα που προκάλεσε στην οικονομία, στην κοινωνία και στο περιβάλλον η άδικη, αντικοινωνική και στυγνά νεοφιλελεύθερη πολιτική Μητσοτάκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, βρίσκεται ακόμη «ζαλισμένος», εν μέσω των αναταράξεων που του προκάλεσαν οι πρόσφατες εσωκομματικές του εξελίξεις.
Πρώτα της αποχώρησης του Αλέξη Τσίπρα. Του ιστορικού ηγέτη του και πρώτου αριστερού πρωθυπουργού της Ελλάδας. Ενός πρωθυπουργού που στα 4,5 χρόνια της κυβέρνησής του πέτυχε τη διευθέτηση ενός τεράστιου χρέους και την έξοδο από τα μνημόνια.
Δύο… κατάρες για τη χώρα για τις οποίες ευθύνονται οι πολιτικές δυνάμεις που προ του 2010, αλλά και σήμερα, βρίσκονται και πάλι στην κυβέρνηση.
Δεύτερον, της εκλογής ως νέου προέδρου ενός νέου πολιτικού προσώπου, του Στέφανου Κασσελάκη.
Που ήρθε από το εξωτερικό και που δεν προέρχεται από τα κομματικά σπάργανα του ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό και δεν μοιάζει με τίποτε και με κανέναν από όσα και όσους γνωρίζαμε στο κόμμα.
Και τρίτον μιας διάσπασης που μπορεί να μην είχε μεγάλη εκλογική απήχηση, μια και η Νέα Αριστερά «κέρδισε» στις ευρωεκλογές μόλις 95.000 από τους 400.000 ψηφοφόρους που εγκατέλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα χρόνο. Κόστισε όμως σε εσωκομματικές αναταράξεις και άφησε πίσω της έναν υποβόσκοντα κίνδυνο να αλλοιωθεί η αριστερή φυσιογνωμία του κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση.
Να καταφέρει να υπερβεί την εσωστρέφεια και να συνειδητοποιήσει με ρεαλισμό την πραγματικότητα.
Που είναι ότι τόσο η ελληνική κοινωνία, όσο και το ίδιο το κόμμα, μοιραία έχουν υποστεί μεγάλες αλλαγές.
Πρώτη προϋπόθεση πολιτικής επιβίωσής του είναι η νηφάλια ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος.
Ούτε εύκολες επινίκιες αναλύσεις, ούτε όμως και επίρριψη ευθύνης αποκλειστικά στο νέο πρόεδρο. Το γεγονός ότι η αποχή χτύπησε και τα τρία μεγάλα κόμματα έχει τη δική του ευρύτερη, για όλο το πολιτικό σκηνικό, πολιτική σημασία.
Δεύτερη προϋπόθεση η υπέρβαση της εσωστρέφειας που γεννά η διαρκής αμφισβήτηση του νέου προέδρου. Ο Στέφανος Κασσελάκης, αρέσει δεν αρέσει σε όλους, εκλέχθηκε νόμιμα και σύμφωνα με το καταστατικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Και δεν είναι σοβαρό, ούτε όμως και δίκαιο για το νέο πρόεδρο, σε κάθε ατυχή για τον ΣΥΡΙΖΑ στιγμή να εγείρεται ζήτημα αντικατάστασής του. Έχει μια τριετία μπροστά του να αναδείξει τις ικανότητές του και να κριθεί γι’ αυτές.
Τρίτη προϋπόθεση είναι η ψύχραιμη ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος. Από τη μια οι ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στον δεξιό νεοφιλελευθερισμό και από την άλλη αποδοκίμασαν τον κατακερματισμό της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης και την αδυναμία της να αρθρώσει τον αντίπαλο πολιτικό λόγο.
Μια από τις επικοινωνιακές επιτυχίες της κυβερνητικής προπαγάνδας ήταν η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε». Μια πολιτική που κατακερματίζοντας την κεντροαριστερή αντιπολίτευση, μείωσε έως μηδενισμού την αξιοπιστία του αντίπαλου δέους.
Ο κ. Μητσοτάκης, ευφυώς, εφάρμοσε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές του ελλείψει όχι μόνο αντιπάλου, αλλά κυρίως ελλείψει αντίπαλου δέους, όσον αφορά στην «άλλη επιλογή».
Όσο, δηλαδή, η κεντροαριστερή αντιπολίτευση αλληλοσπαράσσεται μεταξύ της για να επιβιώσει πολιτικά, τόσο αυτοί που ωφελούνται από τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους κάνουν πάρτι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιληφθεί όχι ότι πρέπει να συνενωθεί ή να συγχωνευτεί με το ΠΑΣΟΚ. Αυτά δεν γίνονται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ άλλωστε, πρέπει να αντιληφθούν ότι πρέπει να οικοδομήσουν μια σοβαρή εναλλακτική κυβερνητική πολιτική πρόταση για μια οικονομικά αποδοτική, κοινωνικά δίκαιη και περιβαλλοντικά εφικτή ανάπτυξη.
Και αυτή η πρόταση για να γίνει αξιόπιστη και αποδεκτή από τους ψηφοφόρους, πρέπει να βρει συναινέσεις σε όλα τα προοδευτικά κόμματα του δημοκρατικού τόξου.
Η προοδευτική προγραμματική σύγκλιση με αυτόνομη πορεία των κομμάτων είναι η λύση και όχι οι συγχωνεύσεις και οι συνενώσεις τους.
Γιατί μόνο αν ο ψηφοφόρος πειστεί ότι υπάρχει σοβαρή εναλλακτική πολιτική πρόταση σε αυτό που υλοποιεί ο κ. Μητσοτάκης, θα την υπερψηφίσει.
Αλλιώς, θα συνεχίσει να απορρίπτει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και συγχρόνως θα γυρίζει την πλάτη στον διχασμό και την αλληλοεξόντωση της κατακερματισμένης κεντροαριστεράς.
Και τέλος ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αντιληφθεί ότι χρειάζεται να αποκτήσει σοβαρή σχέση με την κοινωνία.
Δηλαδή με την αυτοδιοίκηση και με τα συνδικάτα.
Και αυτό δεν είναι ούτε one man show, ούτε προϋποθέτει «αδιαμεσολάβητη σχέση» του ηγέτη με την κοινωνία.
Χρειάζεται ένα σοβαρά οργανωμένο κόμμα, με θεσμούς και κανόνες και μια αξιοκρατικά επιλεγμένη ηγετική ομάδα γύρω από τον πρόεδρο από έμπειρα, ικανά και αναγνωρισμένα στην κοινωνία στελέχη, που θα αναλάβουν την εκπόνηση και την παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος στην κοινωνία και τους θεσμούς της.
Αν αυτά συμβούν με επιτυχία, οι ψηφοφόροι δεν θα αφήσουν τα κλειστά δωμάτια και τις συμφωνίες κάτω από το τραπέζι να αναδείξουν τον επόμενο πρωθυπουργό. Θα αναδειχθεί από μόνος του, ως αυτός που πέτυχε τη συγκρότηση, την εμπέδωση και την κυριαρχία στην κοινωνία μιας αξιόπιστης προοδευτικής, δηλαδή οικονομικά αποδοτικής, κοινωνικά δίκαιης και περιβαλλοντικά εφικτής, πολιτικής πρότασης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Και το κόμμα και ο πρόεδρός του αξιολογούνται διαρκώς από τους πολίτες. Οι αμέσως επόμενες επιλογές τους θα είναι αποφασιστικές για το αν ακολουθούν τον δρόμο που η χώρα χρειάζεται για να βγει από την αναξιοπιστία της κατάργησης του κράτους δικαίου και από το νεοφιλελεύθερο τέλμα της επιπλέον ενίσχυσης των ισχυρών και της περαιτέρω φτωχοποίησης των αδυνάτων.
Πηγή: tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου