Η Γ΄ Ελληνική ∆ηµοκρατία συµπλήρωσε πενήντα χρόνια ζωής. Η ποιότητά της είναι µια άλλη υπόθεση. Σε µια αυθαίρετη και ροµαντική αποτίµηση, η διάρκεια στον χρόνο αποδεικνύει πόσο βαθιά και ποιοτική είναι η δηµοκρατία. Με αυτή την έννοια µπορεί να πει κανείς χαλάλι τα έξοδα για τον εορτασµό της στο Προεδρικό Μέγαρο και τα δροσερά κοκτέιλ.
Λίγο πριν από τη χούντα του 1967 η Ελλάδα βίωνε µια κολοβή και καχεκτική δηµοκρατία. Το παλάτι, ο στρατός, η εκκλησία δηµιουργούσαν το αυταρχικό πλαίσιο λειτουργίας του κράτους, το οποίο έβρισκε την πολιτική του έκφραση στο κόµµα της ∆εξιάς. Οι βασικές πολιτικές αξίες αυτού του κράτους πατούσαν στον διχασµό. Οι πολιτικοί διωγµοί, οι προγραφές και οι διακρίσεις αποτελούσαν το «δίκαιο» του κρατικού µηχανισµού. Παρ’ όλα αυτά, µέσα στην οικονοµική ανέχεια αυτού του κράτους δηµιουργήθηκαν οικονοµικές αυτοκρατορίες, πλούτισαν µαυραγορίτες και δωσίλογοι και κυβέρνησαν απατεώνες πλην όµως εθνικόφρονες.
Η επικράτηση των συνταγµαταρχών δεν πάτησε µόνο στους συνωµοτικούς σχεδιασµούς ξένων και παρακρατικών δυνάµεων (στις οποίες συµπεριλαµβάνεται η Αποστασία του πατρός Μητσοτάκη) αλλά και στην αναιµική δηµοκρατία που δεν µπορούσε (αντικειµενικά ίσως) να υπερασπίσει τον εαυτό της.
∆εν µπορούµε να απαντήσουµε υποθετικά για το τι θα συνέβαινε µε τη χούντα αν δεν υπήρχε το Πολυτεχνείο ’73 και πολύ περισσότερο το κυπριακό που ενεργοποίησαν απρόβλεπτες εξελίξεις. Ισως να µη γιορτάζαµε πενήντα χρόνια δηµοκρατίας σήµερα αλλά πολύ λιγότερα.
Μετά την πτώση της χούντας τα κόµµατα ήταν αυτά που λειτούργησαν σαν µεταλλάκτες της αυταρχικής πραγµατικότητας και έγιναν φορείς του εκδηµοκρατισµού. Ο συντηρητικός και πολλαπλά επιβαρυµένος για τις σχέσεις του µε το παλάτι και παρακρατικούς µηχανισµούς Κωνσταντίνος Καραµανλής (εκλογές βίας και νοθείας, δολοφονία Λαµπράκη, σχέδιο «Περικλής») αναγκάστηκε να προχωρήσει σε πολιτικές µεταβολές που ξεπερνούσαν τα όρια του πολιτικού του χώρου. Ο Αντρέας Παπανδρέου, αφού έγινε πατροκτόνος του πολιτικού χώρου του κέντρου, δηµιούργησε ένα ριζοσπαστικό κόµµα που υποσχόταν κοινωνικό κράτος και λαϊκή κυριαρχία. Η Αριστερά, παρότι η Ενωµένη Αριστερά απέτυχε να παραµείνει ως ο ενιαίος πολιτικός φορέας, κατάφερε να αποτελέσει σύστηµα αναφοράς στον εκδηµοκρατισµό. Οι αγώνες και το µαρτυρολόγιό της δεν αποτελούσαν ένα γραφειοκρατικό σύστηµα ηρωοποίησης, αλλά απαίτηση για µια δηµοκρατική Ελλάδα. Τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ Εσωτερικού είχαν κοινωνικές αναφορές και επιρροή που ξεπερνούσαν τα πολιτικά τους όρια. Σπουδαίες προσωπικότητες της τέχνης, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των γραµµάτων αποτελούσαν σύµβολα της Αριστεράς στην κοινωνία.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία δηµιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα κράτος δικαίου, µε κοινωνικές προτεραιότητες και πρόνοιες. Η εµφυλιοπολεµική κουλτούρα και τα συντηρητικά στερεότυπα όχι µόνο δεν είχαν πέραση αλλά πήραν τη θέση που έπρεπε στην κοινωνική συνείδηση ως εχθροί της δηµοκρατίας. Το πρόβληµα ήταν ότι για το ξερίζωµα του αυταρχικού κράτους της ∆εξιάς δεν χρησιµοποιήθηκαν οι θεσµικές αλλαγές και η εξυγίανση των θεσµών στο σύνολό τους, αλλά βασικό εργαλείο έγινε το πελατειακό σύστηµα που ανέλαβε τον ρόλο του µισθοφορικού κοµµατικού στρατού.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ πέρασαν από τη µάχη του εφικτού και πολιτικού στην αυτοδικαιολόγηση και τελικώς στη διαφθορά και την εκσυγχρονισµένη διαπλοκή που εµφανίστηκε ως εκσυγχρονισµός. Την περίοδο του Κώστα Σηµίτη, του πρωθυπουργού που έβλεπε τις µίζες να περνούν, δηµιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για να αποµακρυνθούν οι κοινωνικές µάζες από τον πολιτικό χώρο και να παραδώσουν εξουσιοδότηση εν λευκώ διαχείρισης στους «τεχνοκράτες». Το χρηµατιστήριο, η τεχνητή ευωχία, τα διακοποδάνεια, το πάρτι των τραπεζών, των τραπεζιτών και των «κοφτήρων» που µάσησαν το δηµόσιο χρήµα δηµιούργησαν µια κανονικότητα η οποία έγινε κοινή πολιτική της Ν∆ και του ΠΑΣΟΚ. Μαζί πορεύτηκαν πριν (για να δηµιουργήσουν τις προϋποθέσεις) και κατά τη διάρκεια της κρίσης (για να εφαρµόσουν τα µνηµόνια).
Το 2015 το ίδιο το κράτος και όχι µόνο οι πολίτες του είχε απολέσει δικαιώµατά του µπαίνοντας υπό επιτροπεία στο όνοµα το χρέους. Η οριακή κατάσταση στην οποία έφτασε η κοινωνία εκφράστηκε τόσο µε κινητοποιήσεις όσο και πολιτικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία µε τη δέσµευση να ανατρέψει τους εκβιασµούς και την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Τελικώς οδηγήθηκε µετά το δηµοψήφισµα σε αυτό που αποκάλεσε «έντιµο συµβιβασµό» και επιχείρησε να ελαχιστοποιήσει το κόστος και να βγάλει τη χώρα από τα µνηµόνια.
Τα χρόνια της διακυβέρνησής του επικαλέστηκε το ηθικό του πλεονέκτηµα, την αποχή του από πράξεις διαφθοράς και τις προσπάθειές του για εκδηµοκρατισµό της χώρας. Εχασε όµως τελικώς από τον χειρότερο πολιτικό που γνώρισε η Ελλάδα, ο οποίος κατάφερε στη συνέχεια να συντρίψει τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την εµπλοκή του σε δεκάδες σκάνδαλα και την (συγ)κάλυψή τους.
Φυσικά δεν έχασε µόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η δηµοκρατία και οι πολίτες. Εγκατέλειψαν την πολιτική και παρακολουθούν τη λειτουργία µιας δηµοκρατίας µε «έργο ανάθεσης», όπου οι εκλεγµένοι αποκτούν το δικαίωµα να αυθαιρετούν και να µην ελέγχονται. Από την κολοβή δηµοκρατία του 1960 έχουµε περάσει στην ευνουχισµένη δηµοκρατία του σήµερα, που οι θεσµικές λειτουργίες της είναι µόνο κατ’ επίφαση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέλαβε την εξουσία για να επιδείξει το ηθικό του πλεονέκτηµα ούτε για να καυχηθεί ότι δεν είναι βουτηγµένος στη διαφθορά. Του δόθηκε η εξουσία για να χτυπήσει τη διαφθορά, να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και να πάρει όλα τα θεσµικά και οικονοµικά µέτρα για να αλλάξει η Ελλάδα. Είναι προφανές ότι δεν το έκανε. Επέλεξε τον ρόλο του πολιτικού ιεραπόστολου. Εχει λίγη σηµασία αν το έκανε γιατί στο εσωτερικό του κυριαρχούσε µια δράκα ανάξιων ή αν µπερδεύτηκε στον δρόµο της πράξης έχοντας συνηθίσει σε µια σήµανση µε όλα τα σήµατα της βολικής θεωρίας. Απέτυχε και η χώρα παραδόθηκε στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο παρακράτος του.
Βρισκόµαστε σε στροφή της Ιστορίας και δεν έχουµε ορατότητα. Τα κόµµατα δείχνουν ανήµπορα να ανταποκριθούν σε αυτό που συµβαίνει προς όφελος της κοινωνίας. Ισως χρειάζεται να αναγεννηθούν ή να µεταλλαχθούν προκειµένου να εκφράσουν µια νέα κατάσταση, όπως έγινε τον Ιούλιο του 1974. Είναι τουλάχιστον γελοίο το γεγονός ότι στο ΠΑΣΟΚ έχουν εµφανιστεί οκτώ υποψήφιοι αρχηγοί µε µοναδική κοινή δήλωση και αγωνία των επτά από αυτούς ότι δεν κάνει ο Ανδρουλάκης.
Αν θέλουµε να δούµε ποια είναι η ποιότητα της δηµοκρατίας σήµερα αρκεί ένα περιστατικό των ηµερών. Ο Παναγιώτης, εργαζόµενος στο αεροδρόµιο «Ελ. Βενιζέλος», ο οποίος τραµπουκίστηκε on camera από τονΛευτέρη Αυγενάκη, ενηµέρωσε ότι αποσύρει τη µήνυσή του κατά του πρώην υπουργού, ο οποίος τον συνεχάρη γιατί, όπως έγραψε στο social media, «οφείλουµε να ορθώσουµε το ανάστηµά µας απέναντι στην τοξικότητα που µε ευκολία κάποιοι καλλιεργούν και χαίροµαι που ο Παναγιώτης, ένας νέος άνθρωπος, µας έδειξε τον δρόµο».
Ενας νέος άνθρωπος σε δηµόσια θέα γίνεται αποδέκτης της άθλιας συµπεριφοράς που έπρεπε να τελειώσει την πολιτική καριέρα του Αυγενάκη και νιώθει απροστάτευτος σαν να βρίσκεται απέναντι σε µαφία. Ο Αυγενάκης παραµένει στη θέση του γιατί εκφράζει το πολιτικό σύστηµα. Για τα ΜΜΕ όµως πολιτικός σεισµός δεν είναι η κατάντια µε τον Αυγενάκη, αλλά η αποχώρηση του Γιάννη ∆ραγασάκη από τον ΣΥΡΙΖΑ για να συµβάλει, όπως λέει, στη δηµιουργία (ξανά µανά) µιας κανονικής και καλής Αριστεράς. Θα µου πείτε ασχολούνται µε τον ∆ραγασάκη γιατί είναι ιστορικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που στην πολιτική όπως και στη ζωή το θέµα δεν είναι η ιστορικότητα αλλά το αποτύπωµα του καθενός και η χρησιµότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου