Ο Σερβιτόρος
Στο café που συχνάζω, στο οποίο μπορείς να φας κιόλας έχοντας το προνόμιο να βρίσκεσαι κάτω από έναν πλάτανο στο κέντρο της Αθήνας, ο ένας από τους σερβιτόρους έχει φτάσει στα όρια του. Τον παρατηρώ καιρό τώρα. Γνωστή φυσιογνωμία στα πέριξ, θα μπορούσε αν ήθελε να διεκδικήσει την προεδρία των φασαίων αυτού του τόπου, αρκετά εξωτικός ο ίδιος, με ιδιαίτερο χιούμορ και μετά από αρκετά χρόνια στο επάγγελμα βρίσκεται σε μια επιχείρηση που πληρώνει καλά. Σημαντικό. Κι όμως, τον βλέπεις, με το ζόρι τα κάνει όλα. Με το ζόρι θα πάρει την παραγγελία, δεν το κρύβει καν το πόσο βαριέται, με το ζόρι προφανώς πάει και στη δουλειά. Λίγο πριν τα πενήντα, ένα δύο χρόνια, ίσως και να φταίει κι αυτό. Λίγο πριν από αυτό το τόσο κομβικό για όλους μας ιωβηλαίο, σε αυτόν τον μισό αιώνα πια, όλοι αναμετρούμαστε με τις νίκες μας και τις ήττες μας, με τους στόχους που είχαμε κάποτε βάλει ή εκείνους που δεν βάλαμε ποτέ και τώρα το μετανιώνουμε, με την βαρύτητα που γίνεται όλο και πιο αισθητή, με την επιθυμία να κόψουμε τους γόρδιους δεσμούς που ακινητοποιούν τις ζωές μας πισθάγκωνα.
Ο τύπος έχει κόψει. Τέλος. Δεν θέλει άλλο, πώς το λένε δηλαδή.
Τον καταλαβαίνω. Πόσες φορές έχω αναρωτηθεί γιατί συνεχίζω και κάνω αυτή τη δουλειά; Πόσες αμέτρητες φορές, πηγαίνοντας ή φεύγοντας από τη δουλειά ή κατά τη διάρκεια της βάρδιας, έχω αναρωτηθεί γιατί βάζω τον εαυτό μου σε αυτή τη διαδικασία; Γιατί αποδέχομαι όλη αυτή την τοξικότητα; Την ηλιθιότητα των ανθρώπων; Μήπως είμαι εγώ ο ηλίθιος, τελικά; Γιατί δέχομαι απαράδεκτες συμπεριφορές πελατών; Γιατί αφήνω μέτριους μάνατζερ να μου διαφεντεύουν την ζωή; Γιατί επιτρέπω σε μέτριους σεφ να νομίζουν ότι κάτι είναι; Γιατί αφήνω μέτριους συναδέλφους να τη σκαπουλάρουν και να πληρώνονται όντας παρασιτικοί; Γιατί δέχομαι να κάνω περισσότερα πράγματα απ’ όσα ορίζει η θέση εργασίας μου; Γιατί μπαίνω σε αυτό το τρελάδικο όπου σωματική, νοητική και ψυχική εξάντληση δικαιολογούνται ως μεροκάματο, μισθοδοσία, εργασία; Ως τρόπος να επιβιώσεις ή να ζήσεις; Ως τρόπος να έχεις το εισόδημά σου, τέλος πάντων;
Πόσες φορές έχω αναρωτηθεί κι εγώ κοντά στο ιωβηλαίο μου, τι έχω κάνει και τι δεν έχω κάνει; Και τι θα μπορούσα να έχω κάνει άλλο σε αυτή την ζωή ή αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο ώστε να βγω από αυτή την μέγγενη; Πόσες φορές έχω νιώσει να τα στείλω όλα από εκεί που ήρθαν, να πετάξω την ποδιά στη μούρη του πρώτου μέτριου συναδέλφου που θα βρεθεί μπροστά μου, να πω στον εαυτό μου ότι με αναλαμβάνω αλλιώς από εδώ και πέρα; Τέρμα οι προσβολές, τέρμα η παράνοια, τέρμα η μετριότητα; Αλλά και πόσες φορές δεν ένιωσα την ανάγκη να κερδίσω τον όποιο χαμένο χρόνο ή, αν προτιμάτε, να αξιοποιήσω τον χρόνο που απλώνεται μπροστά; Που ένιωσα ότι πρέπει να χαράξω νέα όρια, να αφήσω πίσω τα παλιά, σαν ένα ορμέμφυτο που αναβλύζει πηγαία, όποτε θέλει εκείνο; Ότι φτάνει, αρκετά, μεγάλωσες μεγάλε, δες το αλλιώς πριν μεγαλώσεις πραγματικά; Φύγε, ξεκίνα πάλι, μην φοβάσαι;
«Ι’m too old for this shit?». Έτσι λέγαμε σε μια προηγούμενη δουλειά αστειευόμενοι με κάποιους συναδέλφους που ήταν κι αρκετά μικρότεροι σε ηλικία. Γελάγαμε γλυκόπικρα με αυτή την κοινή συνισταμένη, κάπως ενώθηκαν οι μοίρες μας, καταλαβαινόμασταν για μια στιγμή σε αυτή την αιωνιότητα. Έτσι λέμε και με κάποιους συναδέλφους σε μια τωρινή δουλειά. Εγώ τουλάχιστον. Οι περισσότεροι είναι νεώτεροι. Κι, όμως το καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν δηλαδή ότι εγώ θα έπρεπε να κάνω μια άλλη δουλειά κι εκείνοι εύχονται μέχρι τα 35 τους, ας πούμε, να μην κάνουν πια αυτή την δουλειά. Να έχουν βρει κάτι άλλο. Να έχουν γλιτώσει. Να έχουν βγει ζωντανοί. Κι όμως, αν δεν έχεις μπει στον κύκλο της καριέρας ώστε να έχεις συγκεκριμένες επιδιώξεις με πλάνο προαγωγών κι εξέλιξης, αυτό το επάγγελμα σε κάνει να εύχεσαι μετά τα 35 σου να κάνεις κάτι άλλο.
Στο café που συχνάζω, στο οποίο μπορείς να φας κιόλας έχοντας το προνόμιο να βρίσκεσαι κάτω από έναν πλάτανο στο κέντρο της Αθήνας, ο ένας από τους σερβιτόρους έχει φτάσει στα όρια του. Τον παρατηρώ καιρό τώρα. Γνωστή φυσιογνωμία στα πέριξ, θα μπορούσε αν ήθελε να διεκδικήσει την προεδρία των φασαίων αυτού του τόπου, αρκετά εξωτικός ο ίδιος, με ιδιαίτερο χιούμορ και μετά από αρκετά χρόνια στο επάγγελμα βρίσκεται σε μια επιχείρηση που πληρώνει καλά. Σημαντικό. Κι όμως, τον βλέπεις, με το ζόρι τα κάνει όλα. Με το ζόρι θα πάρει την παραγγελία, δεν το κρύβει καν το πόσο βαριέται, με το ζόρι προφανώς πάει και στη δουλειά. Λίγο πριν τα πενήντα, ένα δύο χρόνια, ίσως και να φταίει κι αυτό. Λίγο πριν από αυτό το τόσο κομβικό για όλους μας ιωβηλαίο, σε αυτόν τον μισό αιώνα πια, όλοι αναμετρούμαστε με τις νίκες μας και τις ήττες μας, με τους στόχους που είχαμε κάποτε βάλει ή εκείνους που δεν βάλαμε ποτέ και τώρα το μετανιώνουμε, με την βαρύτητα που γίνεται όλο και πιο αισθητή, με την επιθυμία να κόψουμε τους γόρδιους δεσμούς που ακινητοποιούν τις ζωές μας πισθάγκωνα.
Ο τύπος έχει κόψει. Τέλος. Δεν θέλει άλλο, πώς το λένε δηλαδή.
Τον καταλαβαίνω. Πόσες φορές έχω αναρωτηθεί γιατί συνεχίζω και κάνω αυτή τη δουλειά; Πόσες αμέτρητες φορές, πηγαίνοντας ή φεύγοντας από τη δουλειά ή κατά τη διάρκεια της βάρδιας, έχω αναρωτηθεί γιατί βάζω τον εαυτό μου σε αυτή τη διαδικασία; Γιατί αποδέχομαι όλη αυτή την τοξικότητα; Την ηλιθιότητα των ανθρώπων; Μήπως είμαι εγώ ο ηλίθιος, τελικά; Γιατί δέχομαι απαράδεκτες συμπεριφορές πελατών; Γιατί αφήνω μέτριους μάνατζερ να μου διαφεντεύουν την ζωή; Γιατί επιτρέπω σε μέτριους σεφ να νομίζουν ότι κάτι είναι; Γιατί αφήνω μέτριους συναδέλφους να τη σκαπουλάρουν και να πληρώνονται όντας παρασιτικοί; Γιατί δέχομαι να κάνω περισσότερα πράγματα απ’ όσα ορίζει η θέση εργασίας μου; Γιατί μπαίνω σε αυτό το τρελάδικο όπου σωματική, νοητική και ψυχική εξάντληση δικαιολογούνται ως μεροκάματο, μισθοδοσία, εργασία; Ως τρόπος να επιβιώσεις ή να ζήσεις; Ως τρόπος να έχεις το εισόδημά σου, τέλος πάντων;
Πόσες φορές έχω αναρωτηθεί κι εγώ κοντά στο ιωβηλαίο μου, τι έχω κάνει και τι δεν έχω κάνει; Και τι θα μπορούσα να έχω κάνει άλλο σε αυτή την ζωή ή αν μπορώ να κάνω κάτι άλλο ώστε να βγω από αυτή την μέγγενη; Πόσες φορές έχω νιώσει να τα στείλω όλα από εκεί που ήρθαν, να πετάξω την ποδιά στη μούρη του πρώτου μέτριου συναδέλφου που θα βρεθεί μπροστά μου, να πω στον εαυτό μου ότι με αναλαμβάνω αλλιώς από εδώ και πέρα; Τέρμα οι προσβολές, τέρμα η παράνοια, τέρμα η μετριότητα; Αλλά και πόσες φορές δεν ένιωσα την ανάγκη να κερδίσω τον όποιο χαμένο χρόνο ή, αν προτιμάτε, να αξιοποιήσω τον χρόνο που απλώνεται μπροστά; Που ένιωσα ότι πρέπει να χαράξω νέα όρια, να αφήσω πίσω τα παλιά, σαν ένα ορμέμφυτο που αναβλύζει πηγαία, όποτε θέλει εκείνο; Ότι φτάνει, αρκετά, μεγάλωσες μεγάλε, δες το αλλιώς πριν μεγαλώσεις πραγματικά; Φύγε, ξεκίνα πάλι, μην φοβάσαι;
«Ι’m too old for this shit?». Έτσι λέγαμε σε μια προηγούμενη δουλειά αστειευόμενοι με κάποιους συναδέλφους που ήταν κι αρκετά μικρότεροι σε ηλικία. Γελάγαμε γλυκόπικρα με αυτή την κοινή συνισταμένη, κάπως ενώθηκαν οι μοίρες μας, καταλαβαινόμασταν για μια στιγμή σε αυτή την αιωνιότητα. Έτσι λέμε και με κάποιους συναδέλφους σε μια τωρινή δουλειά. Εγώ τουλάχιστον. Οι περισσότεροι είναι νεώτεροι. Κι, όμως το καταλαβαίνουν. Καταλαβαίνουν δηλαδή ότι εγώ θα έπρεπε να κάνω μια άλλη δουλειά κι εκείνοι εύχονται μέχρι τα 35 τους, ας πούμε, να μην κάνουν πια αυτή την δουλειά. Να έχουν βρει κάτι άλλο. Να έχουν γλιτώσει. Να έχουν βγει ζωντανοί. Κι όμως, αν δεν έχεις μπει στον κύκλο της καριέρας ώστε να έχεις συγκεκριμένες επιδιώξεις με πλάνο προαγωγών κι εξέλιξης, αυτό το επάγγελμα σε κάνει να εύχεσαι μετά τα 35 σου να κάνεις κάτι άλλο.
Φαντάζομαι το ίδιο συμβαίνει στα περισσότερα επαγγέλματα επιβίωσης. Στα περισσότερα επαγγέλματα, δηλαδή.
Κι έτσι, στο hospitality, μια από τις μεγάλες μας βιομηχανίες, έχουμε επαγγελματίες που είτε στα 20 τους, είτε με ορίζοντα τα 35 τους, είτε στο ιωβηλαίο τους, να γλιτώνουν καθημερινά από τις συμπληγάδες πέτρες πότε με σπασμένα πλευρά, σπασμένα γόνατα ή νεύρα, ή, να πολτοποιείται η προσωπικότητά τους και το ήθος τους και να πρέπει να γεμίσουν αέρα και να ξαναπάρουν την κανονική τους μορφή το γρηγορότερο δυνατό, μεγαλωμένοι πριν την ώρα τους που δεν πρέπει όμως αυτό να φαίνεται, κακοπληρωμένοι ή απλήρωτοι που ούτε αυτό πρέπει να φαίνεται, καλοπληρωμένοι κάποιες φορές που δεν προλαβαίνει όμως να τους φανεί γιατί έχουμε φτάσει στο μεδούλι, too old for this shit αφημένοι εικοσάρηδες, too old for this shit ονειροπόλοι μιας κάποιας ωρίμανσης.
Δεν πειράζει, όμως. Για όλα φταίει ο πόλεμος -ένας κάποιος πόλεμος, η κλιματική αλλαγή και η ανικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε. Μπορούμε κάλλιστα να παρακολουθήσουμε βιντεάκια αυτογνωσίας, να κάνουμε manifestation για μια καλύτερη ζωή, να πάρουμε τα σωστά συμπληρώματα (όχι τα λάθος που παίρνουμε και μας χαλάνε αντί να μας φτιάχνουν), πρέπει να γυμναζόμαστε, να κοιμόμαστε καλά, να τρώμε καλά και να μην κάνουμε κακές σκέψεις γιατί η ζωή μας είναι αποτέλεσμα των σκέψεων μας. Αν εγώ λέω ότι η δουλειά μου είναι τοξική, τότε αυτή είναι. Γιατί αν δεν τη βλέπω ως τοξική, δεν είναι. Ατομική ευθύνη κι εδώ. Θα έπρεπε το 112 να μας στέλνει καθημερινά και τέτοια μηνύματα: να προσεγγίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία.
Πέρα από την πλάκα, όμως. Το πώς αντιμετωπίζει κάποιος τη ζωή, είναι όντως κάτι που τον οδηγεί αναλόγως. Στο τι θα κάνει, ποια όρια θα βάλει και πώς, προπάντων, θα τοποθετηθεί ως προσωπικότητα. Ίσως αυτός να είναι κι ο μόνος τρόπος να αποδεχτούμε και τις δουλειές μας. Πληρωνόμαστε για κάτι. Δεν μας καθορίζουν.
Πήγα σήμερα στο café που συχνάζω, στο οποίο μπορείς να φας κιόλας έχοντας το προνόμιο να βρίσκεσαι κάτω από έναν πλάτανο στο κέντρο της Αθήνας κι ο σερβιτόρος που σας έλεγα, ξαφνικά φαινόταν αλλιώς. Το βλέμμα του είχε φωτιστεί. Η κίνηση του είχε ζωηρέψει. Κάτι σαν να ατένιζε στο βάθος, όχι πολύ μακριά, όχι πολύ βάθος. Ένα άλλο χρώμα έρρεε γύρω του. Ο εξωτισμός του δεν οφειλόταν στα σαν εκτυπωμένα παπούτσια κροκς στις αποχρώσεις της μορταδέλας. Ο εξωτισμός του πήγαζε από μέσα του. Ήταν πάλι ο εαυτός του. Λίγο πριν τα πενήντα, λοιπόν, αποφάσισε να αφήσει ό,τι ο ίδιος θεωρούσε τοξικό για εκείνον, εργοδότη, πελατολόγιο, αίσθημα μη δημιουργίας. Αποφάσισε να τα παρατήσει όλα. Και, σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων αυτής της εποχής, να ανοίξει ένα δικό του μαγαζί. Όπως το θέλει ο ίδιος. Όπως ο ίδιος θέλει να βλέπει τον εαυτό του. Κι έτσι, έπαψε να είναι too old for this shit. Έγινε πάλι νέος.
Εικονογράφηση: Simon Pasini
Δεν πειράζει, όμως. Για όλα φταίει ο πόλεμος -ένας κάποιος πόλεμος, η κλιματική αλλαγή και η ανικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε. Μπορούμε κάλλιστα να παρακολουθήσουμε βιντεάκια αυτογνωσίας, να κάνουμε manifestation για μια καλύτερη ζωή, να πάρουμε τα σωστά συμπληρώματα (όχι τα λάθος που παίρνουμε και μας χαλάνε αντί να μας φτιάχνουν), πρέπει να γυμναζόμαστε, να κοιμόμαστε καλά, να τρώμε καλά και να μην κάνουμε κακές σκέψεις γιατί η ζωή μας είναι αποτέλεσμα των σκέψεων μας. Αν εγώ λέω ότι η δουλειά μου είναι τοξική, τότε αυτή είναι. Γιατί αν δεν τη βλέπω ως τοξική, δεν είναι. Ατομική ευθύνη κι εδώ. Θα έπρεπε το 112 να μας στέλνει καθημερινά και τέτοια μηνύματα: να προσεγγίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία.
Πέρα από την πλάκα, όμως. Το πώς αντιμετωπίζει κάποιος τη ζωή, είναι όντως κάτι που τον οδηγεί αναλόγως. Στο τι θα κάνει, ποια όρια θα βάλει και πώς, προπάντων, θα τοποθετηθεί ως προσωπικότητα. Ίσως αυτός να είναι κι ο μόνος τρόπος να αποδεχτούμε και τις δουλειές μας. Πληρωνόμαστε για κάτι. Δεν μας καθορίζουν.
Πήγα σήμερα στο café που συχνάζω, στο οποίο μπορείς να φας κιόλας έχοντας το προνόμιο να βρίσκεσαι κάτω από έναν πλάτανο στο κέντρο της Αθήνας κι ο σερβιτόρος που σας έλεγα, ξαφνικά φαινόταν αλλιώς. Το βλέμμα του είχε φωτιστεί. Η κίνηση του είχε ζωηρέψει. Κάτι σαν να ατένιζε στο βάθος, όχι πολύ μακριά, όχι πολύ βάθος. Ένα άλλο χρώμα έρρεε γύρω του. Ο εξωτισμός του δεν οφειλόταν στα σαν εκτυπωμένα παπούτσια κροκς στις αποχρώσεις της μορταδέλας. Ο εξωτισμός του πήγαζε από μέσα του. Ήταν πάλι ο εαυτός του. Λίγο πριν τα πενήντα, λοιπόν, αποφάσισε να αφήσει ό,τι ο ίδιος θεωρούσε τοξικό για εκείνον, εργοδότη, πελατολόγιο, αίσθημα μη δημιουργίας. Αποφάσισε να τα παρατήσει όλα. Και, σε πείσμα όλων των αντιξοοτήτων αυτής της εποχής, να ανοίξει ένα δικό του μαγαζί. Όπως το θέλει ο ίδιος. Όπως ο ίδιος θέλει να βλέπει τον εαυτό του. Κι έτσι, έπαψε να είναι too old for this shit. Έγινε πάλι νέος.
Εικονογράφηση: Simon Pasini
Ο Σερβιτόρος μας ηλικιακά βρίσκεται ακόμα στη δεκαετία των 40. Ευτυχώς όμως η δουλειά του τον κρατά σε φόρμα, τόσο στο σώμα όσο και στο νου. Είναι ευγνώμων που μια σειρά συγκυριών με προεξάρχουσα την ελληνική οικονομία, τον οδήγησε στον ιδιαίτερο κόσμο της εστίασης, όπου μελέτησε σε βάθος τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη. Κυρίως αυτού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου