Ο υπουργός Υγείας θα πρέπει να στηρίξει πραγματικά το δημόσιο σύστημα υγείας αντί να αντιδικεί με τους γιατρούς
Αυτή τη φορά δεν τα βάζει με τους γιατρούς του ΕΣΥ, αλλά με τους ιδιώτες γιατρούς που δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε μονάδες του ΕΣΥ όπου θέσεις σε κρίσιμες ειδικότητες εξακολουθούν να μην καλύπτονται γιατί δεν υπάρχει ενδιαφέρον για συμμετοχή στις αντίστοιχες προκηρύξεις.
Προαναγγέλλει μάλιστα και την επίταξη ουσιαστικά των γιατρών, ώστε να καλυφθούν τα κενά.
Τα προβλήματα που υπάρχουν και μάλιστα σε αρκετές περιοχές είναι γνωστά και σημαντικά.
Πολλά επαρχιακά νοσοκομεία και δομές υγείας δεν διαθέτουν το σύνολο των αναγκαίων ειδικοτήτων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να υπολειτουργούν με άμεσες συνέπειες για την ποιότητα της περίθαλψης ή ακόμα και για την ίδια τη ζωή των ασθενών, καθώς ένα έμφραγμα που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν είχε συμβεί στην Αθήνα, σε ορισμένες περιοχές ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη.
Η προσπάθεια που γίνεται να καλυφθούν οι θέσεις αυτές με προκηρύξεις συχνά αποβαίνει άκαρπη. Ο λόγος είναι ότι για πολλούς γιατρούς αυτό που προσφέρει το ΕΣΥ ως εργασιακή συνθήκη, με τον εξαντλητικά μεγάλο αριθμό εφημεριών, το βάρος της ευθύνης να είναι κάποιος ο μόνος γιατρός σε αυτή την ειδικότητα και στην πραγματικότητα με πολύ χαμηλές αμοιβές, δεν είναι καθόλου θελκτική, όταν μπορούν να εργαστούν ως ιδιώτες είτε να πάνε στο εξωτερικό.
Η κοινή λογική θα υπαγόρευε ότι σε αυτή την περίπτωση αυτό που κάνεις είναι να βελτιώσεις την εργασιακή συνθήκη και να δώσεις κίνητρα, μισθολογικά και άλλα. Σε τελική ανάλυση, το δημόσιο σύστημα υγείας έχει και το πλεονέκτημα της εργασιακής μονιμότητας. Και βέβαια το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως δέλεαρ σε περίοδο υψηλής εργασιακής ανασφάλειας είναι άλλη μια χειροπιαστή απόδειξη των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ και των χαμηλών υλικών και ηθικών απολαβών που εξασφαλίζει.
Μόνο που αυτό που επιτάσσει η κοινή λογική εξακολουθεί να μην γίνεται. Ούτε οι απολαβές ενισχύονται όσο πρέπει, ούτε κίνητρα δίνονται, ούτε εγγυήσεις ότι ο στόχος δεν είναι να «υπάρχει τουλάχιστον ένας καρδιολόγος», αλλά επαρκώς στελεχωμένα νοσοκομεία σε πλήρη λειτουργία.
Αντιθέτως, το ίδιο το υπουργείο που τώρα δηλώνει έτοιμο να χρησιμοποιήσει ακόμη και την επίταξη για τα δημόσια νοσοκομεία, έχει ασχοληθεί περισσότερο με μέτρα όπως το «νόμιμο φακελάκι», παρά με τη στήριξη του ΕΣΥ.
Τα προβλήματα που υπάρχουν και μάλιστα σε αρκετές περιοχές είναι γνωστά και σημαντικά.
Πολλά επαρχιακά νοσοκομεία και δομές υγείας δεν διαθέτουν το σύνολο των αναγκαίων ειδικοτήτων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να υπολειτουργούν με άμεσες συνέπειες για την ποιότητα της περίθαλψης ή ακόμα και για την ίδια τη ζωή των ασθενών, καθώς ένα έμφραγμα που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί εάν είχε συμβεί στην Αθήνα, σε ορισμένες περιοχές ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη.
Η προσπάθεια που γίνεται να καλυφθούν οι θέσεις αυτές με προκηρύξεις συχνά αποβαίνει άκαρπη. Ο λόγος είναι ότι για πολλούς γιατρούς αυτό που προσφέρει το ΕΣΥ ως εργασιακή συνθήκη, με τον εξαντλητικά μεγάλο αριθμό εφημεριών, το βάρος της ευθύνης να είναι κάποιος ο μόνος γιατρός σε αυτή την ειδικότητα και στην πραγματικότητα με πολύ χαμηλές αμοιβές, δεν είναι καθόλου θελκτική, όταν μπορούν να εργαστούν ως ιδιώτες είτε να πάνε στο εξωτερικό.
Η κοινή λογική θα υπαγόρευε ότι σε αυτή την περίπτωση αυτό που κάνεις είναι να βελτιώσεις την εργασιακή συνθήκη και να δώσεις κίνητρα, μισθολογικά και άλλα. Σε τελική ανάλυση, το δημόσιο σύστημα υγείας έχει και το πλεονέκτημα της εργασιακής μονιμότητας. Και βέβαια το γεγονός ότι αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως δέλεαρ σε περίοδο υψηλής εργασιακής ανασφάλειας είναι άλλη μια χειροπιαστή απόδειξη των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ και των χαμηλών υλικών και ηθικών απολαβών που εξασφαλίζει.
Μόνο που αυτό που επιτάσσει η κοινή λογική εξακολουθεί να μην γίνεται. Ούτε οι απολαβές ενισχύονται όσο πρέπει, ούτε κίνητρα δίνονται, ούτε εγγυήσεις ότι ο στόχος δεν είναι να «υπάρχει τουλάχιστον ένας καρδιολόγος», αλλά επαρκώς στελεχωμένα νοσοκομεία σε πλήρη λειτουργία.
Αντιθέτως, το ίδιο το υπουργείο που τώρα δηλώνει έτοιμο να χρησιμοποιήσει ακόμη και την επίταξη για τα δημόσια νοσοκομεία, έχει ασχοληθεί περισσότερο με μέτρα όπως το «νόμιμο φακελάκι», παρά με τη στήριξη του ΕΣΥ.
Και βεβαίως το ίδιο το υπουργείο που σήμερα καλεί τους ιδιώτες να βάλουν πλάτη, είναι αυτό που – διαχρονικά, εδώ η ευθύνη πάει πολύ πίσω και δεν περιορίζεται στον Άδωνι Γεωργιάδη – έχει εκχωρήσει σημαντικό χώρο στους ιδιώτες, απαξιώνοντας και υπονομεύοντας το δημόσιο σύστημα υγείας. Αρκεί να σκεφτούμε ότι παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για αγορά εξοπλισμού για τα δημόσια νοσοκομεία, ή τις μεγάλες δωρεές εξοπλισμού που γίνονται σε νοσοκομεία, όταν πάρουμε ένα παραπεμπτικό για μια αξονική ή για μια μαγνητική σε ένα ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο θα καταφύγουμε τελικά.
Να το πω πολύ απλά: Όταν επιλέγεις -για οικονομικούς, (μικρο)πολιτικούς και άλλους λόγους- να επενδύεις σε μια πολιτική που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στο ότι υπάρχουν οι ιδιώτες γιατροί και τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα για να καλύπτουν τα κενά του συστήματος υγείας, που εν γνώση σου δημιουργείς και συντηρείς, δεν γίνεται όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και έρχεσαι αντιμέτωπος με τις συνέπειες τη μη στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας, να βγαίνεις και να απειλείς με επίταξη τους ιδιώτες γιατρούς.
Σε τελική ανάλυση, ακόμη και εάν δεχτώ ότι όντως από ηθική σκοπιά θα έπρεπε σε περιόδους που τα πράγματα είναι δύσκολα οι ιδιώτες γιατροί να έχουν ένα «αίσθημα προσφοράς», είναι σαφές ότι το σύστημα υγείας δεν μπορεί να στηρίζεται στο ότι κατά καιρούς θα γίνεται έκκληση στον… πατριωτισμό (έστω και επ’ αμοιβή) των γιατρών. Γιατί πολύ απλά αυτό δεν αποτελεί ούτε μόνιμη λύση του προβλήματος, ούτε θεσμικά ορθό τρόπο λειτουργίας.
Σε κάθε περίπτωση το θέμα είναι πολύ σοβαρό και κρίσιμο. Μία από τις πιο βασικές παραμέτρους αυτού που συνήθως αποκαλούμε «αίσθημα ασφάλειας» για τους πολίτες είναι να αισθάνονται ότι εάν τους συμβεί κάτι θα έχουν άμεση πρόσβαση σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας που θα ασχοληθεί με το πρόβλημά τους και όχι το πορτοφόλι τους. Ότι εάν αυτό που τους συμβεί είναι αντιμετωπίσιμο, θα αντιμετωπιστεί όντως και η ζωή τους θα σωθεί. Ότι δεν θα ζουν «από τύχη» γιατί πολύ απλά στην περιοχή τους δεν υπάρχει αναισθησιολόγος. Ότι εάν διαγνωστεί έγκαιρα κάτι, θα θεραπευτεί όντως.
Αυτό το συναίσθημα οι πολίτες στη χώρα μας δεν το έχουν.
Και αυτό εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως πολιτικής ή ιδεολογικής τοποθέτησης είναι ένδειξη αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής στην υγεία.
Επομένως, ο υπουργός Υγείας ας αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί ώστε το δημόσιο σύστημα υγείας να προσφέρει όντως το «αίσθημα ασφάλειας» που περιέγραψα πιο πάνω και ας μην προσπαθεί να μεταφέρει σε άλλους, ευθύνες που είναι αποκλειστικά του δικού του υπουργείου.
Να το πω πολύ απλά: Όταν επιλέγεις -για οικονομικούς, (μικρο)πολιτικούς και άλλους λόγους- να επενδύεις σε μια πολιτική που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στο ότι υπάρχουν οι ιδιώτες γιατροί και τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα για να καλύπτουν τα κενά του συστήματος υγείας, που εν γνώση σου δημιουργείς και συντηρείς, δεν γίνεται όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και έρχεσαι αντιμέτωπος με τις συνέπειες τη μη στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας, να βγαίνεις και να απειλείς με επίταξη τους ιδιώτες γιατρούς.
Σε τελική ανάλυση, ακόμη και εάν δεχτώ ότι όντως από ηθική σκοπιά θα έπρεπε σε περιόδους που τα πράγματα είναι δύσκολα οι ιδιώτες γιατροί να έχουν ένα «αίσθημα προσφοράς», είναι σαφές ότι το σύστημα υγείας δεν μπορεί να στηρίζεται στο ότι κατά καιρούς θα γίνεται έκκληση στον… πατριωτισμό (έστω και επ’ αμοιβή) των γιατρών. Γιατί πολύ απλά αυτό δεν αποτελεί ούτε μόνιμη λύση του προβλήματος, ούτε θεσμικά ορθό τρόπο λειτουργίας.
Σε κάθε περίπτωση το θέμα είναι πολύ σοβαρό και κρίσιμο. Μία από τις πιο βασικές παραμέτρους αυτού που συνήθως αποκαλούμε «αίσθημα ασφάλειας» για τους πολίτες είναι να αισθάνονται ότι εάν τους συμβεί κάτι θα έχουν άμεση πρόσβαση σε ένα δημόσιο σύστημα υγείας που θα ασχοληθεί με το πρόβλημά τους και όχι το πορτοφόλι τους. Ότι εάν αυτό που τους συμβεί είναι αντιμετωπίσιμο, θα αντιμετωπιστεί όντως και η ζωή τους θα σωθεί. Ότι δεν θα ζουν «από τύχη» γιατί πολύ απλά στην περιοχή τους δεν υπάρχει αναισθησιολόγος. Ότι εάν διαγνωστεί έγκαιρα κάτι, θα θεραπευτεί όντως.
Αυτό το συναίσθημα οι πολίτες στη χώρα μας δεν το έχουν.
Και αυτό εκ των πραγμάτων και ανεξαρτήτως πολιτικής ή ιδεολογικής τοποθέτησης είναι ένδειξη αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής στην υγεία.
Επομένως, ο υπουργός Υγείας ας αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί ώστε το δημόσιο σύστημα υγείας να προσφέρει όντως το «αίσθημα ασφάλειας» που περιέγραψα πιο πάνω και ας μην προσπαθεί να μεταφέρει σε άλλους, ευθύνες που είναι αποκλειστικά του δικού του υπουργείου.
Πηγή: in.gr
ΥΓ του blog: ....όταν μετά την επτάχρονη δικτατορία η κοινωνία προσπαθούσε να ανασυνταχτεί, οι γιατροί, οι υγειονομικοί και οι κοινωνικοί φορείς προέκριναν για την υγεία, και ζητούσαν με προτάσεις κι αγώνες την δημιουργία ενός εθνικού φορέα υγείας (ΕΦΥ), δηλαδή όλες τις υπηρεσίας υγείας σε ένα φορέα…… απ’ αυτά η ΝΔ έκανε δύο πιλοτικά κέντρα υγείας σε Ζαγκλιβέρι και Νεάπολη Κρήτης κι ήρθε το ΠΑΣΟΚ κι έφτιαξε το ΕΣΥ, που ήταν μεγάλο βήμα αλλά ημιτελές κι ανορθόδοξα δομημένο που αφορούσε μόνο την νοσοκομειακή ιατρική και την επαρχιακή, μη αστική, πρωτοβάθμια υγεία… όμως μετά ακολούθησαν παλινδρομήσεις κι ενσωμάτωσης στο νεοφιλελεύθερο δόγμα με ιδιωτικοποίηση, υποχρηματοδότηση κι εμπορευματοποιήση των υποδομών μέχρι την σημερινή αλαλούμ κατάσταση που ανίκανοι υπουργοί μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τα πράγματα έτσι όπως τα έκαναν καταφεύγουν στον αυταρχισμό, τους εκβιασμούς και την επιπολαιότητα με αποτέλεσμα να γίνονται οι άρχοντες επικίνδυνοι για την δημόσια υγεία….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου