«Δεν είναι δικαιώματα, είναι παραχωρήσεις. Παραχωρήσεις που τις κερδίσαμε με ατελείωτα χιλιόμετρα στις πορείες και με ξύλο. Πολύ ξύλο. Πάντα με ξύλο». Στο μυαλό ενός μαθητή Λυκείου, τα λόγια του εγκάρδιου φίλου της οικογένειας έμοιαζαν κάπως…παράξενα· ξένα προς τον εφηβικό αυθορμητισμό τότε του γράφοντα, μα και στην συγκρουσιακή του τάση. Η τελευταία, κληρονομιά ίσως όσων είδε και έζησε τον πύρινο Δεκέμβριο του 2008.
Δεκαπέντε χρόνια μετά από αυτήν την καλοκαιρνή κουβέντα σε ένα μπαλκόνι στο κέντρο της Κέρκυρας, φέρνω ξανά στο μυαλό μου εκείνα τα λόγια. Χρειάστηκε να φτάσω σε ηλικία σχεδόν ίση με την απόσταση που μας χώριζε τότε από τη Μεταπολίτευση για να καταλάβω ότι είχε δίκιο.
Η Υγεία πριν το ΕΣΥ
Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκε να βασανίσω πολύ το μυαλό μου για να καταλήξω σ’ αυτό το συμπέρασμα. Οι κατακτήσεις- παραχωρήσεις της Μεταπολίτευσης (το ΕΣΥ, ο ν. 1268/1982 για τα πανεπιστήμια, η πενθήμερη εργασία, το οικογενειακό δίκαιο, η κατοχύρωση δικαιωμάτων και ελευθεριών) αποτελούν παρελθόν έμμεσα ή άμεσα εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία.
Πρώτα απ’ όλα το παραπαίον Εθνικό Σύστημα Υγείας που- με διαχρονική ευθύνη όλων των κυβερνήσεων, αλλά πολύ περισσότερο με ευθύνη της σημερινής πολιτικής ηγεσίας- πλέον βρίσκεται στη φάση της απόλυτης παρακμής του, γυρίζοντας τον τόπο δεκαετίες πίσω.
Τότε που όπως μεταφέρουν στον «Ημεροδρόμο» άνθρωποι που έζησαν τα πράγματα και που μετείχαν ενεργά στην πρώτη φάση της οικοδόμησης του Εθνικού Συστήματος: «Ο κόσμος μπορεί να έμπαινε δωρεάν στα νοσοκομεία, αλλά δεν υπήρχε οργάνωση. Τα κρεβάτια ήταν λίγα, για να μην πούμε και αρχίσουμε τις συγκρίσεις, σχετικά με τις ημέρες νοσηλείας την ίδια εποχή, με άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία». Το καλύτερο; Η είσοδος στο νοσοκομείο μπορεί να μην είχε περιορισμούς, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Αυτό γιατί η εξυπηρέτηση των πολιτών «πολλές φορές γίνονταν με βάση τα κομματικά κριτήρια», ενώ το ίδιο φαίνεται να ίσχυε και για την επιλογή του ιατρικού προσωπικού. Το κράτος της Δεξιάς, στα καλύτερά του…
Η Χούντα και η πρώιμη Μεταπολίτευση
Στην Ελλάδα των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων και του «Ελλάς- Ελλήνων- Χριστιανών», οι διακρίσεις συνεχίστηκαν κι έτσι η μόνη «τομή» των Χουνταίων στον χώρο της Υγείας ήταν ο μετασχηματισμός των υπηρεσιών περίθαλψης σε κοινό σημείο για όλα τα ασφαλιστικά ταμεία.
Μερικές στροφές του χρόνου αργότερα κι ενώ στα πράγματα βρίσκεται ο «εθνάρχης», το Κέντρο Προγαμματισμού και Οικονομικών (ΚΕΠΕ) παρουσίασε μελέτη στην οποία δαπίστωνε μεταξύ άλλων προβλήματα που αφορούσαν την έλλειψη εναρμόνισης της χρηματοδότησης με την κάλυψη, την ύπαρξη γεωγραφικών ανισοτήτων ως προς τις παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς και έλλειμμα στο συντονισμό δράσης μεταξύ του αρμόδιου υπουργείου και άλλων κυβερνητικών επιτελείων.
Νόμος 1397/1983: Η μεγάλη αλλαγή
Η μελέτη του ΚΕΠΕ έδωσε σταδιακά τη θέση της στην Επιτροπή Φίλια και αυτή με τη σειρά της στο «σχέδιο Δοξιάδη» που προέβλεπε τη σύσταση ενός οργανισμού που θα συντονίζει την παροχή φροντίδας και την εθνικοποίηση των νοσοκομείων. Το σχέδιο ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, ιδίως από συνδικαλιστές γιατρούς της Δεξιάς, και απορρίφθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Άφησε όμως παρακαταθήκη την Επιτροπή Φίλια που προετοίμασε το έδαφος για τον νόμο του 1983.
Πρόκειται για τον νόμο που έθετε ως κεντρικούς άξονές του την αποκέντρωση, την λειτουργία και την ανάπτυξή του συστήματος κάτω από ένα ενιαίο πλαίσιο οργάνωσης, την δικαιοσύνη στην κατανομή των πόρων, την ανάπτυξη των υπηρεσιών της Α/ Βάθμιας φροντίδας και την επαρκέστερη οργάνωσή της σε επίπεδο νοσοκομείου.
Ήταν αυτός ο νόμος η πραγμάτωση του οράματος στην Υγεία;
Αναμφίβολα αυτό που υλοποιήθηκε ήταν ανέλπιστα μεγάλο. Ωστόσο, όπως μου επισημαίνουν οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα, φυσικά και δεν υλοποιήθηκαν όλα όσα ήθελαν και απαιτούσαν οι κοινωνικές ανάγκες της εποχής, αφού τα συμφέροντα που δεν επέτρεπαν πριν την δημιουργία του ΕΣΥ, δεν επέτρεψαν ούτε τότε να περάσει ο νόμος εξ ολοκλήρου.
Το ΕΣΥ ως εμπόλεμη ζώνη
Στο μπλοκάκι μου έχω κρατήσει αρκετές σημειώσεις για την κατάσταση του ΕΣΥ τόσο κατά την περίοδο της λεγόμενης οικονομικής ευφορίας, όσω και εκείνης των πολύ παχιών αγελάδων· την εποχή του κορπορατισμού των ιδιωτών στην Υγεία εις βάρος του δημοσίου, με το κράτος στον ρόλο του διαιτητή συμφερόντων.
Ωστόσο, δεν θα καταχραστώ τον χώρο της στήλης και την υπομονή σας. Μετά από 15 χρόνια άλλωστε είναι γνωστό πώς και με ευθύνη ποιων η χώρα βάρεσε κανόνι.
Σήμερα, κι ενώ έχει μεσολαβήσει η πανδημία που άφησε της πίσω της 35χιλ. νεκρούς, με ευθύνες της πρώτης κυβέρνησης Μητσοτάκη σύμφωνα με την Έκθεση Λύτρα- Τσιόδρα, οι πολίτες βρίσκονται ανάμεσα στην απόγνωση και την πόρτα των ιδιωτικών κλινικών.
Όπως λέει ο εκπαιδευτικός Χαρίλαος Τσαγκαράκης: «Φτάσαμε γύρω στις 20:30 το βράδυ. Έχοντας δείξει τις εξετάσεις (…) και με βάση όσα τους είπαμε κι εμείς, ο πατέρας μου χαρακτηρίστηκε ως “επείγον περιστατικό” .
Έπειτα απ’ αυτό, εμείς απλά περιμέναμε στην αναμονή. Ήταν πλέον 9 το βράδυ. Τις επόμενες πέντε ώρες αυτό που αντίκρισα μπροστά μου μόνο μια περιγραφή χωρά: Εμπόλεμη ζώνη! Οι γιατροί είναι εγκαταλελειμμένοι».
Περιμένοντας πέντε ολόκληρες ώρες και με την αγωνία για την πορεία της υγείας του ανθρώπου τους να μεγαλώνει, ο κύριος Τσαγκαράκης παραδέχεται πως ο ιδιωτικός τομέας ήταν πλέον μονόδρομος. Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο ίδιος σε σχετικό ρεπορτάζ, η διαφορά του απαιτούμενου χρόνου αναμονής ήταν δραματική[«News 24/7», 26/11/2023]. Κι όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε μιλώντας με εργαζόμενους στο ΕΣΥ, πολλές φορές η πολύωρη αναμονή είναι καταλυτική για την υγεία των ασθενών.
Η παιδεία στον γύψο
Στην παιδεία, η πορεία που ακολουθήθηκε ήταν αντίστροφη με αυτή στην υγεία. Από τα βήματα «εμπρός» της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964 (μεταρρύθμιση που περιελάμβανε τη δωρεάν εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες, τη θεσμοθέτηση τριτάξιου Γυμνασίου και τριτάξιου Λυκείου, την υποχρεωτική εκπαίδευση από το 6ο έως το 15ο έτος της ηλικίας όλων των μαθητών, την ελεύθερη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες, την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο με το σύστημα του «Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου» και τη στήριξη των απόρων με δωρεάν παροχή γεύματος, σχολικών βιβλίων και υποτροφιών) περάσαμε στον εκπαιδευτικό μεσαίωνα της δικτατορίας.
Οι φωτεινοί εγκέφαλοι της εθνοσωτηρίου όχι μόνο μείωσαν τις έτσι κι αλλιώς πενιχρές δαπάνες της κυβέρνησης των αποστατών για την παιδεία (από 11,3% στο 9,3%) αλλά επέβαλλαν σιγή νεκροταφείου σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Όπως διαβάζω στο άρθρο του Τάκη Κατσιμάρδου («Έδρα εκπαίδευσης), οι Χουνταίοι κατάργησαν την εννιάρχονη υποχρεωτική εκπαίδευση, καθώς γι’ αυτούς πρόκειται για ένα κομμουνιστικό μέτρο. Έτσι, για να «στρώσουν» τα πράγματα κατάργησαν το διαχωρισμό Γυμνασίου- Λυκείου. Επιπλέον, μιας και η αύξηση των ωρών διδασκαλίας των θετικών μαθημάτων προκαλούσε υποψίες, επανέφεραν την πρωτοκαθεδρία των αρχαίων και θεωρητικών μαθημάτων, όπως όριζε ο νόμος και η τάξη του 1913.
Επανέφεραν επίσης τον χρόνο φοίτησης στις παιδαγωγικές ακαδημίες στα δύο έτη, καθώς η τριετία φάνταζε… πολυτέλεια, άσε που οι σπουδές γενικά «χάλαγαν» τους ανθρώπους, ειδικά σε μεγάλες επαρχιακές πόλεις, όπου ο κεντρικός έλεγχος ήταν πλημμελής. Στο ίδιο μήκος κύματος, ίσως και σε μια προσπάθεια οι μαθητές να βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με τον «βούρδουλα» της αριστείας και των εξετάσεων, επανέφεραν ή τροποποίησαν τις εξετάσεις που καταργούσε (για το Γυμνάσιο) ή καθιέρωνε (ακαδημαϊκό απολυτήριο) η μεταρρύθμιση του ’64. Την ίδια ώρα οι αποβολές και οι μειώσεις των διαγωγών πήγαιναν σύννεφο, με το ποσοστό των τιμωρημένων μαθητών κατά την επταετία να ξεπερνά το 4%.
Όσο για τα δωρεάν συσσίτια για τα παιδιά του Δημοτικού, τι ανάγκη τα είχαμε εμείς εδώ στην Ελλάδα; Αυτά συνέβαιναν στο «παραπέτασμα» όπου ο κόσμος πεινούσε και δεν μπορούσε να πάει στην «Κόκκινη Πλατεία και να πει: ‘’ο σύντροφος Μπρέζνιεφ είναι μαλάκας’’». Αυτά πίστευαν οι «Φον Κανάρηδες» της 21ης Απριλίου, οπότε και τα έκοψαν.
1982: Ανάσα δημοκρατίας
Ξέρω ότι το χρονικό και κατ’ επέκταση ιστορικό άλμα που επιχειρώ είναι «casus belli» για τους ιστοριογράφους. Παρόλα αυτά, η επιτάχυνση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι μέχρι την αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, λίγα, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν στην παιδεία μετά την πτώση της δικτατορίας.
Η τομή συνέβη το 1982, όταν η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, φέρνει και ψηφίζει τον νόμο 1268. Ήταν τότε (Άρθρο 1) που νομοθετήθηκε η υποχρέωση του κράτους να παρέχει την ανώτατη εκπαίδευση σε κάθε Έλληνα πολίτη. Ήταν τότε που με σαφήνεια καθοριζόταν ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρεχόταν αποκλειστικά από τα ΑΕΙ που είχαν- μεταξύ άλλων- στόχο να συμβάλλουν «στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών, ικανών να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες όλων των πεδίων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, (…) με σεβασμό στις παναθρώπινες αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της αλληλεγγύης». Ήταν τότε που θεσμοθετήθηκε η προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών στα ΑΕΙ, ως μέσο συλλογικής έκφρασης τόσο των εργαζομένων σε αυτά, όσο και των φοιτητών, την στιγμή (Άρθρο 2) που η καθολική ισχύς του πανεπιστημιακού ασύλου ερχόταν να προστατέψει τις ακαδημαϊκές ιδέες και την ελεύθερη διακίνησή τους.
Αναμφίβολα, η φιλοσοφία του νόμου ήταν εναρμονισμένη με το πνεύμα κα τις αλλαγές που έφερε στα πανεπιστήμια της Δυτικής Ευρώπης ο Μάης του ’68, με κύριο συστατικό αυτών των αλλαγών το αίτημα για μετάβαση από το πανεπιστήμιο της αυθεντίας και των τακτικών καθηγητών στο «πανεπιστήμιο των όλων ομάδων» [Καθημερινή, 18/3/2012].
Αυταρχισμός και μπίζνες στην παιδεία: Το άλλο όνομα της Δεξιάς
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτές οι αλλαγές έγιναν αποδεκτές από όλους. Το 1991 ήρθε η απάντηση, με τον νόμο Κοντογιαννόπουλου να αποτελεί τη μητέρα όλων των μαχών.
Να πώς περιγράφει ο καλός φίλος της στήλης και συνάδελφος Θανάσης Καραμπάτσος εκείνες τις ημέρες.
«Ήταν σαν τώρα· ο πατήρ Μητσοτάκης είχε αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς και ‘’μεταρρύθμιζε’’ την κοινωνία. Αφού είχε εξάρει το ‘’έργο’’ των ΜΑΤ λέγοντάς τους ‘’εσείς είστε το κράτος’’ και προτού κλείσει δημόσιους οργανισμούς όπως η ΕΑΣ, τα βάλει με τους καθηγητές, ξεπουλήσει την ΑΓΕΤ Ηρακλής και επιβάλει έμμεση φορολογία και φυσικά τον ειδικό φόρο κατανάλωσης στα καύσιμα, επέβαλε την πειθάρχηση των μαθητών μέσω του… ελληνοχριστιανικού ιδεώδους προκειμένου να χαϊδέψει τα συντηρητικά αντανακλαστικά των άκρως συντηρητικών ψηφοφόρων.
Ο υπουργός που ήταν αυτόπτης μάρτυρας του παρισινού Μάη του 1968 παραλίγο να προκαλέσει τον δικό του Μάη στη χειμερινή Αθήνα. Στις μεγαλύτερες μέχρι τότε πανεκπαιδευτικές κινητοποιήσεις ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές επειδή έπρεπε να πληρώνουν στο εξής τα πανεπιστημιακά συγγράμματα και ψαλιδίζονταν οι παροχές του κοινωνικού κράτους σε όσους από αυτούς δικαιούνταν σίτιση και στέγαση (δηλαδή επαρχιώτες φοιτητές και χαμηλών οικογενειακών εισοδημάτων).
Μαζί τους στους δρόμους της φωτιάς κατέβηκαν και οι μαθητές απαντώντας με ένα μεγαλόπρεπο ‘’όχι’’ στην ομοιόμορφη ενδυμασία, στην επαναφορά της καθημερινής προσευχής, στην έπαρση της σημαίας, στον ομαδικό εκκλησιασμό, στην κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, στην κατάργηση περιπάτων και εκδρομών, στις αλλαγές στα δεκαπενταμελή, στην επιβολή ενός point system ελέγχου της συμπεριφοράς ακόμη και της εξωσχολικής. Για να ολοκληρώσει την ολική επαναφορά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, προέβλεπε επίσης την εισαγωγή σε γυμνάσια και λύκεια με γραπτές εξετάσεις, χάριν της ‘’αριστείας’’, που είχαν καταργηθεί επί ΠαΣοΚ» [Documento, 9/1/2024].
Η συνέχεια γνωστή. Ο Νίκος Τεμπονέρας δολοφονείται από «Τάγμα Εφόδου» της Νέας Δημοκρατίας στην Πάτρα. Λιγό καιρό μετά, και μετά από όσα τραγικά συνέβησαν στο κατάστημα του «Κ. Μαρούση», η κυβέρνηση Μητσοτάκη πήρε πίσω το διαβόητο νομοσχέδιο.
Και τώρα, τι;
Ήταν μια νίκη τότε. Μετρηθήκαμε στους δρόμους και βγήκαμε περισσότεροι. Πώς το έλεγε ο φίλος της οικογένειας; Παραχωρήσεις που τις κερδίσαμε με ατελείωτα χιλιόμετρα και ξύλο.
Σήμερα; Πενήντα χρόνια δημοκρατίας ( ; ) και τα αδιέξοδα έχουν πάρει τη θέση του ριζοσπαστιμού της Μεταπολίτευσης. Το απολίτικο κέντρο, σε όλες τους τις παραλλαγές, προσπαθεί να ανασυνταχθεί και να εμφανιστεί έτοιμο να συνεχίσει με άλλο προσωπείο τον διαγουμισμό του δημόσιου πλούτου απ’ την ολιγαρχία και την καταβαράθρωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, παίρνοντας τη σκυτάλη από την κυβέρνηση της Δεξιάς.
Κι όμως, για τον κόσμο της εργασίας, τον κόσμο που βλέπει τις καταθέσεις του να είναι κάτω από 1.000 ευρώ και που γνωρίζει πώς αν τύχει κάτι δεν θα μπορέσει εύκολα να περάσει την πόρτα του ιδιωτικού θεραπευτηρίου ή θα αναγκαστεί να εκποιήσει κάποιο περιουσιακό στοιχείο ώστε να σπουδάσει το παιδί του, ελέω Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα στρογγυλεμένα τους λόγια είναι τόσο αδιάφορα.
Κι ίσως αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα αυτή τη στιγμή: Η αδυναμία της κοινωνικής, ταξικής αριστεράς, όχι να καθαγιάσει το παρελθόν, αλλά εντοπίζοντας τα κακώς κείμενα αυτών των πρώτων εγχειρημάτων οργάνωσης στιβαρών κοινωνικών υποδομών σε νευραλγικούς τομείς της δημόσιας ζωής όπως η υγεία και η παιδεία, να αναλάβει την πρωτοβουλία στο πολιτικό σκηνικό και να υπαγορεύσει μια άλλη ατζέντα· μια ατζέντα ριζικών και άμεσα εφαρμόσιμων αλλαγών που θα εμπνεύσει και θα κινητοποιήσει τους εργαζόμενους, δημιουργώντας νέους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς ισχύος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου