Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΙΖΕ ΚΑΙ ΦΟΒΙΖΕΙ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΤΟΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

της Όλγας Γ. Γεριτσίδου
 
Σήμερα, παραμονή της Επετείου του Πολυτεχνείου και της δολοφονίας του πατέρα μου Γεωργίου Α. Γεριτσίδη από το κράτος, που ουσιαστικά ανέκαθεν δεν ήταν άλλο από το παρακράτος που και τώρα εξαπέλυσε και εξαπολύει τεράστια ανθελληνική προπαγάνδα στην προσπάθεια του να εξαλείψει τον πραγματικό χαρακτήρα των Ελλήνων και τους Έλληνες τους ίδιους, θεωρώ σκόπιμο όχι μόνο ως συγγενής θύματος αλλά και ως αυτόπτης μάρτυς να πω τα πράγματα όπως έγιναν. Αλλά και ως κοινωνική επιστήμονας με πείρα στην μελέτη και ανάλυση της προπαγάνδας και των μηχανισμών της να εξηγήσω γιατί αυτή η Επέτειος των Ελλήνων δέχεται τέτοια επίθεση από τουλάχιστον το 1985. Επίθεση που τώρα έχει επεκταθεί και σε άλλες επετείους μας, ένδοξες ή μαύρες, που αποτελούν καταγραφές τόσο των γενοκτονιών κατά των Ελλήνων όσο και της ηρωικής, συνεχούς και σταθερής αντίστασης σε κάθε τι φασιστικό, ολοκληρωτικό, τυραννικό, απάνθρωπο. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα μεμονωμένο φαινόμενο, και δεν πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή : υπάρχουν ορισμένα δεδομένα αδιαμφισβήτητα, που η οργανωμένη προπαγάνδα των κομμάτων, αρχής γενομένης με το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ (που στην αρχή της μεταπολίτευσης σε πλήρη και στενή συνεργασία καπηλεύτηκαν την Επέτειο και την μετέτρεψαν σε κομματική γιορτούλα/φιέστα/πανηγύρι, συστηματικά και ενεργά αποχαρακτηρίζοντας την από ό,τι ήταν πραγματικά όπως είχε προσπαθήσει και η χούντα των συνταγματαρχών να κάνει δικό της σύνθημα την Ελληνική ταυτότητα και την Σημαία με την ελπίδα να αποτινάξουν την ταυτότητα αυτή οι Έλληνες και να αφελληνισθούν στην προσπάθεια τους να αποτινάξουν και να απορρίψουν κάθε τι που τους θύμιζε την χούντα), που μονοπώλησαν φανατικά την Επέτειο και που ακόμα και σήμερα την οικειοποιούνται με γελοία κομματικά σημαιάκια και πάγκους με προπαγανδιστικό υλικό αλλά λέξη για τα ιστορικά δεδομένα και την Κληρονομιά που μας άφησε το Πολυτεχνείο:
Κατ’ αρχάς, το Πολυτεχνείο ως επέτειος ΔΕΝ αφορά μόνο την ημέρα εκείνη του Σαββάτου, ούτε ήταν μια στιγμιαία κατάληψη από ένα μάτσο παιδιά ούτε ήταν τα παιδιά αυτά και τα άτομα που ήταν μέσα μόνα τους και παρατημένα από τον υπόλοιπο Ελληνικό Λαό. Αντιθέτως, η κατάληψη του ΕΜΠ κράτησε τόσο όσο κράτησε (σχεδόν μία εβδομάδα) με αποτέλεσμα να αναγκασθεί ο δικτάτορας να κατεβάσει το τάνκ για να ρίξει την πόρτα και να διαλύσει την κατάληψη, βάζοντας στρατό να τα βάλει με άοπλους ακριβώς επειδή οι καταληψίες του Πολυτεχνείου είχαν την πλήρη στήριξη του Ελληνικού Λαού: τότε ήμουν 18 ετών και θυμάμαι καθημερινά τον κόσμο, στην αρχή κατά την Τρίτη μαζεμένο μεν αλλά λίγο, να εμψυχώνει τα παιδιά μέσα, να τους δίνει φαγητό να μοιράζει τις προκηρύξεις τους έξω (από αυτούς που μοίραζαν τις προκηρύξεις, τις οποίες έδιναν μέσα από τα κάγκελα του φράχτη του ΕΜΠ στους περαστικούς για να τις μοιράσουν ήμουνα και εγώ) να τους παρέχει φάρμακα όταν τα ζήτησαν και τόσα άλλα που χρειάζονταν.
Την Τετάρτη υπήρχε κοσμοσυρροή γύρω από το Πολυτεχνείο το πρωί. Γινόταν ένας χαμός από Έλληνες που με ελπίδα πήγαιναν να στηρίξουν, εμψυχώσουν και βοηθήσουν τα παιδιά και το απόγευμα της Τετάρτης βγήκε η αστυνομία μαζικά. Έκανε έναν κλοιό γύρω από το Πολυτεχνείο αλλά ακόμα άφηνε τον κόσμο να πλησιάζει στα κάγκελα όπως και την Τρίτη και το πρωί της Τετάρτης. Ήταν όμως η παρουσία της εντονότατη σε μία ελπίδα να εκφοβισθεί ο κόσμος βλέποντας τον κλοιό και μόνο αλλά επίσης και για να καταγράψει, να παρατηρήσει και να σφυγμομετρήσει.
Αντί να φοβηθεί, ο Ελληνικός Λαός την Πέμπτη και την Παρασκευή κατέκλισε και πλημμύρισε το Πολυτεχνείο σε τέτοιο βαθμό που η αστυνομία δεν φαινόταν καν παρ’ όλο που ήταν στις θέσεις της. Και εδώ είναι το σημαντικό που έπεσαν μετά σαν τα κοράκια κόμματα και κάθε λογής φασίστες, σπέρματα δοσιλόγων και ταγματασφαλιτών, να στρεβλώσουν και να μας κάνουν να ξεχάσουμε :
Οι μόνες σημαίες που ήταν στο Πολυτεχνείο ήταν η Σημαία της Ελλάδας και η σημαία/σήμα της Ειρήνης, ακριβώς όπως είχε και ο δολοφονημένος Γρηγόρης Λαμπράκης που τόσο φόβισε το καθεστώς. Τα τραγούδια που ακούγονταν ήταν η Ξαστεριά και ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος κυρίως και συστηματικά, ενώ τα υπόλοιπα ήταν τα απαγορευμένα του Θεοδωράκη. Τίποτε κομματικό δεν χαρακτήριζε τους καταληψίες του Πολυτεχνείου και κανείς δεν ασχολήθηκε να προωθήσει κομματικό συμφέρον εκεί μέσα, ακόμα και οι εγκάθετοι που έσπευσαν εκεί διότι είχαν διαβλέψει ότι αυτό το γεγονός θα έπρεπε άμεσα στο εγγύς μέλλον να το εξαργυρώσουν και να το καπηλευτούν υφαρπάζοντας το (βλέπε περίπτωση Δαμανάκη και την απαίτηση της να είναι στο μικρόφωνο αδικαιολόγητα και ουρανοκατέβατα). Εκτός δηλαδή τέτοιων προδοτών που εκκολάπτονταν τότε και που ακόμα και αυτοί δεν τόλμησαν παρά να συνενώσουν την φωνή τους με τους υπόλοιπους τότε, κανείς δεν τόλμησε να προτάξει κανέναν στόχο εκτός της αποτίναξης της δικτατορίας και της όποιας ξενόφερτης δύναμης την επέβαλε (βλέπε ΗΠΑ και όχι μόνο) και την εξασφάλιση των βασικών Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ελλήνων.
Δεν είχαν δηλαδή τα παιδιά τότε καμμία διαφορά από τους αγανακτισμένους τώρα που συρρέουν στις διαδηλώσεις μόνο με Ελληνικές Σημαίες και μόνο τότε οι διαδηλώσεις είναι ογκώδεις και πολυπληθείς, ενώ είναι ισχνές σε σύγκριση όταν βγαίνουν οι εργατοπατέρες και τα κόμματα. Και σε αυτούς τους τωρινούς αγανακτισμένους η ίδια δουλειά έγινε: διάσπαση σε δύο ‘πλατείες’, κόμματα και αποκόμματα και επίδοξοι αρχηγοί που προσπάθησαν να τους υφαρπάξουν και καπηλευθούν και όταν τίποτα από αυτά δεν πέρασε βγήκε η αστυνομία εκείνη την Τετάρτη στο Σύνταγμα και τους διάλυσε μεταβάλλοντας σε θάλαμο αερίων το κέντρο της Αθήνας και εξαπολύοντας μανιακούς ματατζήδες με κλομπ.
Το 1973 δεν υπήρχαν χημικά και ματατζήδες για αυτό χρησιμοποίησαν τανκς και πολυβόλα. Το πρωί της Παρασκευής τότε ο συγκεντρωμένος κόσμος έφτανε μέχρι την Αλεξάνδρας επί της Πανεπιστημίου και εμφανίστηκαν και οι πρώτοι ακροβολιστές. Παροξυσμός χαράς για την απαίτηση και ελπίδα να φύγει η χούντα διαπότιζε τους πάντες.
Και ήρθε το βράδυ της Παρασκευής, έξαφνα και όταν ο κόσμος είχε αποσυρθεί για το βράδυ (δεν χωρούσαν περισσότεροι μέσα στον χώρο του ΕΜΠ και βέβαια δεν περίμεναν αυτό που θα επακολουθούσε). Θυμάμαι τότε πώς ήμουν κολλημένη στο τρανζίστορ και πίεζα τον πατέρα μου να κατέβουμε κάτω. Μάλωσα μάλιστα τότε μαζί του γιατί έλεγε όχι και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Μου είπε τότε, με βαθιά λύπη στα μάτια του «αυτά τα παιδιά τώρα χρησιμοποιούνται. Θα σου εξηγήσω αργότερα».
Εμένα δεν με άφησε λοιπόν να κατεβώ αλλά εκείνος όμως πήγε και δεν ξαναγύρισε ποτέ.
Ο πατέρας μου δεν ήταν απλός άνθρωπος. Ήταν Αγωνιστής από μικρός και ποτέ δεν είχε ούτε συμβιβαστεί ούτε είχε βάλει νερό στο κρασί του. Μέσα στην εφορία όπου δούλευε είχε συγκρουσθεί με τον τότε παντοδύναμο σύλλογο των καπνεμπόρων της Καβάλας και είχε υποστεί σκληρές συνέπειες και καταδίωξη επειδή βεβαίωσε όλες τους τις οφειλές και τα πρόστιμα αντί να πάρει ο ίδιος όπως του πρότειναν ένα ποσοστό ικανό (5.000 χρυσές λίρες) και να τα κουκουλώσει. Έλεγε ότι ήταν λεφτά του Λαού. Τα πάγωσε όμως το υπουργείο και δέκα χρόνια μετά τον θυμάμαι που γύρισε καταπικραμένος από την δουλειά του και μας είπε ότι τα είχαν παραγράψει και βέβαια δε τα απέδωσαν ποτέ οι καπνέμποροι στον Ελληνικό Λαό, κάτι που συνέβη στην αρχή της επταετίας της χούντας των συνταγματαρχών. Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα διότι ο πατέρας μου βοηθούσε και στήριζε κάθε Έλληνα Αγωνιστή έμπρακτα και χωρίς να ζητάει αυτοπροβολή. Αντιθέτως, ήταν πάντα μαχητής στα παρασκήνια και για αυτό ήταν διαβόητος στο παρακράτος αλλά ‘ανώνυμος’ στον Λαό.
Κατέβηκε λοιπόν τότε εκείνο το Σάββατο και δεν γύρισε, αφήνοντας μου ανάμεσα στα άλλα και εκείνα τα λόγια τα οποία τα είδα να γίνονται πραγματικότητα άμεσα μέχρι και σήμερα. Τα παιδιά αυτά χρησιμοποιήθηκαν: τους έκλεψαν την προσφορά τους στην Πατρίδα την οποία την έδωσαν αγνά και την σφράγισαν με το αίμα τους, και με τα κλοπιμαία αυτά οι διαχρονικά ολοκληρωτικοί δυνάστες και η φάρα τους εδραίωσαν τους προδότες της μεταπολίτευσης, σιωπηρά στραγγαλίζοντας και διώκοντας κεκαλυμμένα τους πραγματικούς Αγωνιστές του Πολυτεχνείου, ακριβώς όπως και το 1940 και μετά το 1940 έκλεψαν τον Άθλο του Ελληνικού Λαού για να εγκαθιδρύσουν τα παιδιά των δοσιλόγων τα οποία και σήμερα λυμαίνονται τους θεσμούς και τα κεφάλαια του Ελληνικού Έθνους και των Ελλήνων.
Το απόγευμα του Σαββάτου (5 μ.μ.) μας φώναξαν στο Ρυθμιστικό (νυν Γεννηματά) νοσοκομείο για να βρούμε τον πατέρα μου. Αφού πήραμε άδεια κυκλοφορίας από την αστυνομία (υπήρχε απαγόρευση) πήγαμε και επειδή δεν μας είπαν ούτε πώς ούτε πού ήταν μας έβαλαν να ψάξουμε στους θαλάμους με τους τραυματίες του Πολυτεχνείου. Ήταν ουσιαστικά όλοι οι θάλαμοι του νοσοκομείου, οι οποίοι ήταν γεμάτοι από αιμόφυρτους ανθρώπους που είχαν δεχθεί πρώτες βοήθειες εντελώς επιπόλαια και βιαστικά (τα αίματα φαίνονταν και διαπερνούσαν τους επιδέσμους οι οποίοι επέδεναν κυρίως κεφάλια και λίγα άκρα στους περισσότερους). Πουθενά δεν βρήκαμε τον πατέρα μου και για αυτό τρείς φορές περάσαμε από όλους τους θαλάμους μπάς και δε τον είχαμε αναγνωρίσει, γιατί πολλοί τραυματίες ήταν μπανταρισμένοι και στο πρόσωπο.
Εν τέλει καταλήξαμε στο χειρουργείο γιατί δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι μπορούσε να ήταν νεκρός. Τα χειρουργεία δούλευαν πυρετωδώς και περιμέναμε μέχρι που μας πρόσεξε ο επιβλέπων ιατρός και μας είπε να περάσουμε στο γραφείο του όπου μας ανακοίνωσε ότι ο πατέρας μου ήταν νεκρός και μας έστειλε στον νεκροθάλαμο όπου ήταν οι νεκροί του Πολυτεχνείου που είχαν καταλήξει στο Ρυθμιστικό για να τον αναγνωρίσουμε. Εγώ δεν μπήκα μέσα γιατί δεν θα άντεχα να τον έβλεπα νεκρό. Μπήκε η μητέρα μου νέα και βγήκε γριά με άσπρα μαλλιά και υστερικό θυμό και σοκ.
Και τότε άρχισε το θέατρο της έρευνας που οδήγησε στο θέατρο της δίκης της χούντας και του Πολυτεχνείου, όπου είχα κληθεί ως μάρτυρας και που τα τεκταινόμενα δεν είναι του θέματος της Επετείου.
Είναι λοιπόν σαφές και αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι και τραυματίες υπήρξαν και νεκροί και ότι όλοι προέρχονταν από τον Ελληνικό Λαό που στήριξε και προσυπέγραψε την κατάληψη του ΕΜΠ όπως προηγούμενα είχε προσυπογράψει και στηρίξει την κατάληψη της Νομικής Σχολής και την απόπειρα του Αλέξανδρου Παναγούλη, που οι σημερινοί προδότες δεν τολμούν να αμαυρώσουν ακόμα.
Γιατί λοιπόν όλο αυτό το μένος και η προσπάθεια να ξαναγραφεί η ιστορία εκ των υστέρων όπως συμφέρει ποιους;
Εάν δεν είχε γίνει η Εξέγερση του Πολυτεχνείου, ήλπιζαν η δικτατορία να μεταμφιεστεί χωρίς ποτέ να πέσει στο δημοκρατικοφανές μόρφωμα που μαχόμαστε τώρα, τύπου Φράνκο-βασιλείας στην Ισπανία. Δεν θα χρειαζόταν το μεγάλο κόλπο του ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΚΚΕ που τους κόστισε πολλά χρήματα και έξτρα επενδύσεις και συμφωνίες και παλινδρομήσεις στον στόχο τους και δεν θα χρειαζόταν να λουφάξουν όλοι οι φασίστες και να περιμένουν την εποχή των πρασινοφρουρών για να αρχίσουν να ξεμυτούν πάλι αλλά μεταμφιεσμένοι και πάλι με σοσιαλιστική ρητορική που βεβαίως ποτέ δεν εφήρμοσαν. Δεν θα χρειαζόταν να δώσουν στον Λαό έστω και τύποις και κατ’ όνομα την πρωτοκαθεδρία, δεν θα χρειαζόταν να πληρώσουν εργατοπατέρες να ευτελίσουν τις πορείες, διαδηλώσεις, απεργίες και μετά τις καταλήψεις σε μια τριακονταετή προσπάθεια να εγκαθιδρύσουν ξανά τον διαχωρισμό ανάμεσα στην εκ γενετής και κατ’ επάγγελμα αυθαίρετη ηγεμονική τάξη και τα κολαούζα τους και τον υπόλοιπο Λαό στον οποίο θέλουν να πουν ότι δεν πέφτει λόγος ή Δικαίωμα.
Έτσι λοιπόν η μνήμη του Πολυτεχνείου δεν μπορούσε να αφεθεί να υπάρξει ατόφια ως αυτό που ήταν: την επίσημη δήλωση απόρριψης και αντίθεσης του Ελληνικού Λαού σε κάθε τι ολοκληρωτικό, τυραννικό, διασπαστικό και αντιανθρωπιστικό. Αυτό δηλαδή που ο Ελληνικός Λαός κάνει και τώρα επίσημα τουλάχιστον από τις μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις-διαμαρτυρίες του 2010 με τους ‘ευπατρίδες’ της πολιτικής και τους εκλεκτούς τους και πάλι να ρίχνουν την μάσκα και να δείχνουν το φασιστικό τους πρόσωπο και την διάσταση τους από τον Λαό που δεν ανέχεται το καθεστώς που θέλουν να του επιβάλουν, το οποίο είναι το ίδιο με αυτό που ήθελε να επιβάλει η χούντα και τα αφεντικά της στην εκπνοή της δυνατότητας επιβολής της. Για αυτό μας τιμώρησαν επικοινωνιακά τότε με την Κύπρο, συνδυάζοντας την απώλεια της αδίκως και παράλογα με το Πολυτεχνείο, ενώ ούτως ή άλλως ήταν συμφωνημένη να δοθεί από τους προδότες που ανέκαθεν διατυμπανίζουν τον ‘πατριωτισμό’ τους.
Όμως, δεν κάνουμε τα ίδια λάθη και αυτή την φορά που θα διαλύσουμε την χούντα θα συμπεριλάβουμε και όλους που την στήριξαν εμμέσως ή αμέσως και θα προστατέψουμε τα μέρη μας και τον Λαό μας.
Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στις 16 Νοεμβρίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου