Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2025

Ο κύκλος της Βιέννης


Ένα άρθρο για ομάδες ανθρώπων που εν πολλοίς πέτυχαν να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο σε ταραγμένες περιόδους. Περίπου σαν τη δική μας.

Θέμης Τζήμας

Ας μας επιτραπεί για ακόμα μία φορά ένα άρθρο κάπως διαφορετικό. Ένα άρθρο για τον χρόνο και για ομάδες ανθρώπων που προσπάθησαν και εν πολλοίς πέτυχαν να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο μέσα σε ταραγμένες περιόδους. Περίπου όπως η δική μας.
Βρισκόμαστε στον μεσοπόλεμο, στη Βιέννη. Η σκιά της ήττας πλανάται βαριά, μαζί με το «Κραχ». Δίπλα, το Βερολίνο σφύζει από πολιτισμική και πνευματική ζωή, ανιχνεύει το ‘underground’, δοκιμάζεται επίσης από την κρίση και παραδίδεται στο Ναζισμό. Στη Βιέννη ωστόσο συμβαίνει κάτι μοναδικό. Επιστήμες και ιδέες αναμειγνύονται σε μια από τις πλέον ιστορικές συναντήσεις στον χώρο των επιστημών: στον «Κύκλο της Βιέννης». Επιστήμονες, συγγραφείς και φιλόσοφοι συναντώνται προκειμένου να γεφυρώσουν διαφορετικά πεδία και να προκαλέσουν μια έκρηξη δημιουργικότητας, η οποία φτάνει μέχρι τις μέρες μας, εμφορούμενη από μια πηγαία επαναστατικότητα ως προς το πώς αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη.
Η Βιέννη δεν αναδεικνύεται στην πρωτοπορία της δημιουργικότητας κατά τον Μεσοπόλεμο. Πρωταγωνιστεί σε αυτόν τον τομέα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όπως ο βραβευμένος με Νόμπελ Έρικ Καντέλ στο βιβλίο του, Mind, and, Brain, from Vienna 1900 to the Present’ εξιστορεί. Αυτή η έκρηξη μάλιστα χτίζεται πάνω σε μια συνάντηση: σε αυτήν μεταξύ τέχνης και επιστήμης, στο πλαίσιο της οποίας καλλιτέχνες, γιατροί, ψυχολόγοι απαντούν στα ίδια θεμελιώδη ερωτήματα από διαφορετική σκοπιά αλλά με συνδυαστικό τρόπο. Όπως λέει ο ίδιος: «Μια σάρωση του εγκεφάλου (σ.τ.σ. με τα σύγχρονα μέσα) μπορεί να αποκαλύψει τα σημάδια της κατάθλιψης στους νευρώνες, αλλά μια συμφωνία του Μπετόβεν αποκαλύπτει πώς είναι η κατάθλιψη. Και οι δύο προοπτικές είναι απαραίτητες αν θέλουμε να κατανοήσουμε πλήρως τη φύση του νου, ωστόσο σπάνια συνδυάζονται».
Αυτή η κίνηση προς συνδυασμούς τους οποίους ο επιστημονικοπολιτικός συντηρητισμός απορρίπτει (κατεξοχήν μάλιστα στην εποχή που διανύουμε και στην πατρίδα μας ειδικότερα) γεννά τις πιο ζωογόνες σκέψεις και τροφοδοτεί τα πιο ιδιαίτερα μυαλά. Δεν επρόκειτο απλώς για ανακαλύψεις αλλά για κάτι πιο δομικό: για την αμφισβήτηση των ορίων της λογικής ως μηχανισμού αίσθησης και κατανόησης της φύσης της πραγματικότητας.
Ο κύκλος της Βιέννης συναντιέται στο Καφέ Josephinum. Για να μπεις στον κύκλο πρέπει να λάβεις πρόσκληση. Οι συναντήσεις λαμβάνουν χώρα σε ένα μαρμάρινο τραπέζι, κάθε Πέμπτη απόγευμα, με επίκεντρο εξισώσεις και με στόχο να αμφισβητήσουν τα πάντα: την πραγματικότητα, τον χρόνο, τις ζωές τους και τα μυαλά τους. Κυριαρχεί ο λογικός εμπειρισμός: υποστηρίζει ότι η επιστημονική γνώση είναι η μόνη ορθολογική γνώση. Οι δηλώσεις έχουν νόημα μόνο εάν είναι επαληθεύσιμες μέσω εμπειρικής παρατήρησης ή είναι λογικές ταυτολογίες και η φιλοσοφία πρέπει να αποτελεί μέρος του επιστημονικού εγχειρήματος.  
Πρωταγωνιστεί ο Κουρτ Γκέντελ. Θα ισορροπεί  σε όλη του τη ζωή με δυσκολία μεταξύ της ιδιοφυίας και της τρέλας (ή αυτού  που θα θεωρηθεί τρέλα). Στα 25 του θα μας δώσει τα εμβληματικά δύο θεωρήματα της μη πληρότητας. Τα δύο θεωρήματα μη πληρότητας του Γκέντελ είναι από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα στη σύγχρονη λογική και έχουν βαθιές επιπτώσεις σε διάφορα ζητήματα. Αφορούν τα όρια της αποδειξιμότητας στις τυπικές αξιωματικές θεωρίες. Το πρώτο θεώρημα μη πληρότητας δηλώνει ότι σε κάθε συνεπές τυπικό σύστημα F εντός του οποίου μπορεί να πραγματοποιηθεί μια ορισμένη ποσότητα αριθμητικής, υπάρχουν δηλώσεις της γλώσσας της F που δεν μπορούν ούτε να αποδειχθούν ούτε να διαψευσθούν στην F. Σύμφωνα με το δεύτερο θεώρημα μη πληρότητας, ένα τέτοιο τυπικό σύστημα δεν μπορεί να αποδείξει ότι το ίδιο το σύστημα είναι συνεπές (υποθέτοντας ότι είναι πράγματι συνεπές). Όπως εξηγεί η Janna Levin στο βιβλίο της ‘A Mad Madman Dreams Man Dreams of Turing Machines’, «Ο Γκέντελ θα αποδείξει ότι κάποιες αλήθειες ζουν έξω από τη λογική και ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε εκεί από εδώ».
Δεν πρόκειται για διαίσθηση αλλά για μαθηματική απόδειξη. Για μαθηματική απόδειξη της ανεπάρκειας της μηχανικής αντίληψης περί αλήθειας, η οποία στη βάση ενός τέλειου τυπικού συστήματος θα μπορούσε να χωρίσει όλες τις προτάσεις σε αποδείξιμες ή διαψεύσιμες. Ο Γκέντελ αποδεικνύει ότι ο εν λόγω στόχος είναι ανέφικτος. Επομένως προκύπτουν δύο συμπεράσματα: η ανθρώπινη νόηση μπορεί να κάνει το άλμα στο απροσδόκητο, μη περιοριζόμενη από ένα κλειστό σύστημα δεδομένων. Επίσης, δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απολύτως σίγουροι (παρά μόνο αρκετά βέβαιοι χάρη στη διυποκειμενικότητα) ότι δεν έχουμε παραφρονήσει, δεδομένου ότι η δική μας λογική αποτελεί επίσης ένα κλειστό σύστημα. Προσοχή: δε μιλούμε για απόλυτη σχετικοποίηση στα όρια του αγνωστικισμού, ούτε για επιβεβαίωση της ανθρώπινης τάσης προς το λάθος. Πρόκειται για δομική αδυναμία. Για μια δομική αδυναμία η οποία κάνει την πλήρη αλήθεια πάντα στο τέλος να μας διαφεύγει.
Έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Γκέντελ αποδεικνύει μαθηματικώς το 1949 ότι το ταξίδι στο παρελθόν είναι θεωρητικώς εφικτό και ότι η τρέχουσα αντίληψή μας για το πέρασμα του χρόνου αποτελεί ψευδαίσθηση λόγω των ορίων του ανθρωπίνου μυαλού. «Ο Γκέντελ συμπέρανε, σε συμφωνία (όπως παρατηρεί) με τις απόψεις του Παρμενίδη, του Καντ και των σύγχρονων ιδεαλιστών, ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορούσε να υπάρξει αντικειμενική πάροδος χρόνου, ότι ο χρόνος ή, γενικότερα, η αλλαγή, είναι μια ψευδαίσθηση που προκύπτει από τον ειδικό τρόπο αντίληψής μας.» Με άλλα λόγια, ο Γκέντελ αποδεικνύει ότι ο χρόνος (τουλάχιστον όπως ιστορικώς, φιλοσοφικώς τον αντιλαμβανόμαστε) δεν υπάρχει.
Ο Γκέντελ θα περάσει χρόνο σε ψυχιατρεία και σε σανατόρια ιδίως μετά από την δολοφονία του Μόριτς Σλικ, επικεφαλής του Κύκλου της Βιέννης, από τον πρώην μαθητή του Χανς Νέλμπεκ το 1936 για πολιτικούς και προσωπικούς λόγους. Όμως παρά τη διάλυσή του, ο κύκλος της Βιέννης μας έδωσε κάτι καταπληκτικό: μια έκρηξη δημιουργίας η οποία διαχέεται ακόμα από τη φιλοσοφία έως τους υπολογιστές.
Ας ξεφύγουμε όμως από τη χρησιμοθηρία: πρόκειται για τον πυρήνα του ανθρωπίνου δράματος: μπορούμε να είμαστε αρκετά εξελιγμένοι ώστε να πιέζουμε τα όριά μας διαρκώς αλλά κατανοούμε κάποια στιγμή ότι έχουμε όρια. Μπορούμε να δούμε τα όρια των ικανοτήτων της λογικής μας και της αντιληπτικής μας ικανότητας και να στοχαστούμε πάνω σε αυτά, δηλαδή να εισέλθουμε σε μια κατάσταση βαθιάς αγωνίας, αφού αναμετρώμεθα όχι μόνο με το βιολογικό μας τέλος αλλά και με την ικανότητά μας να γνωρίσουμε την αλήθεια, δηλαδή να κατανοήσουμε την εμπειρία μας. Μπορούμε να προσπαθούμε να ενοποιήσουμε το σύμπαν στο μυαλό μας αλλά το σύμπαν μας «πολεμά» για να μας διαφύγει. Αν η αλήθεια όμως δεν μπορεί να συλληφθεί πλήρως από τη λογική μας διότι η τελευταία αποτελεί κλειστό σύστημα, αυτό σημαίνει ότι η πλήρης αλήθεια δεν υπάρχει ή ότι μπορεί να συλληφθεί με άλλον τρόπο, όπως μπορεί να είναι εκλάμψεις παραδοξότητας ή μη τυπικές λογικές διεργασίες μας;
Το ερώτημα είναι βαθιά υπαρξιακό και επιστημολογικό: είμαστε ανεπαρκείς για την αλήθεια ή η αλήθεια δεν υπάρχει; Οι συνέπειες από την απάντηση διαχέονται με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Όμως τα παραπάνω μας εισάγουν σε ένα βαθύτερο πεδίο.
Ας μας επιτραπεί όμως εδώ μια λογοτεχνίζουσα παρέκβαση προκειμένου να ενισχύσουμε τον στοχασμό. Ας υποθέσουμε ότι ο Γκέντελ έρχεται σε σύγκρουση με έναν βαθύ σκεπτικισμό, ενώ παλεύει με το τέλος του, το οποίο εν πολλοίς προκαλεί ο ίδιος. Ας φανταστούμε ένα φάντασμα από το μέλλον που έρχεται και τον προκαλεί στις τελευταίες του στιγμές:
«Γιατί τόσο άγχος να κατακτήσεις εσύ και οι όμοιοί σου, αυτήν ή την όποια, την υπέρτατη συμπαντική αλήθεια; Γιατί έχεις τόση ανάγκη να γνωρίσεις και να κατανοήσεις αυτό το οποίο αισθητηριακώς δεν κατανοείς; Οι πιστοί τουλάχιστον μπορούν να αφεθούν σε μια «ζεστή θάλασσα» βεβαιότητας και πίστης. Γιατί βασανίζεσαι;»
Παρεμβαίνει λοιπόν ο Αϊνστάιν. Σε ένα γνωστό κείμενό του το οποίο ασχολείται με το πάθος αναφέρει τα εξής: «Υπάρχει ένα πάθος για κατανόηση, όπως υπάρχει ένα πάθος για τη μουσική. Αυτό το πάθος είναι μάλλον κοινό στα παιδιά, αλλά χάνεται στους περισσοτέρους ανθρώπους αργότερα. Χωρίς αυτό το πάθος, δεν θα υπήρχαν ούτε μαθηματικά ούτε φυσικές επιστήμες. Ξανά και ξανά το πάθος για κατανόηση έχει οδηγήσει στην ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει τον αντικειμενικό κόσμο ορθολογικώς, με καθαρή σκέψη, χωρίς εμπειρικά θεμέλια — με λίγα λόγια, με μεταφυσική. Πιστεύω ότι κάθε αληθινός θεωρητικός είναι ένα είδος εξημερωμένου μεταφυσικού, ανεξαρτήτως από το πόσο καθαρός «θετικιστής» μπορεί να φαντάζεται ότι είναι για τον εαυτό του. Ο μεταφυσικός πιστεύει ότι το λογικώς απλό είναι και το πραγματικό. Ο εξημερωμένος μεταφυσικός πιστεύει ότι δεν ενσωματώνονται όλα όσα είναι λογικώς απλά στη βιωμένη πραγματικότητα, αλλά ότι το σύνολο όλης της αισθητηριακής εμπειρίας μπορεί να «κατανοηθεί» με βάση ένα εννοιολογικό σύστημα το οποίο βασίζεται σε προϋποθέσεις μεγάλης απλότητας. Ο σκεπτικιστής θα πει ότι αυτό είναι ένα «θαυματουργό δόγμα». Ομολογουμένως, αλλά είναι ένα θαυματουργό δόγμα που έχει επιβεβαιωθεί σε εκπληκτικό βαθμό από την ανάπτυξη της επιστήμης».
Ο Μπέρτραντ Ράσελ ένας από τους σπουδαιότερους λογικούς και άθεους φιλοσόφους καταλήγει σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα. Το 1918 σε μια συλλογή κειμένων με τίτλο «Mysticism and Logic and Other Essays» γράφει τα εξής: «Η μεταφυσική, ή η προσπάθεια να συλλάβουμε τον κόσμο στο σύνολό του μέσω της σκέψης, έχει αναπτυχθεί από την ένωση και τη σύγκρουση δύο πολύ διαφορετικών ανθρώπινων παρορμήσεων: η μία ωθεί τους ανθρώπους προς τον μυστικισμό και η άλλη προς την επιστήμη. Μερικοί άνθρωποι έχουν επιτύχει το μεγαλείο μόνο μέσω της πρώτης από αυτές τις παρορμήσεις, άλλοι μόνο μέσω της άλλης: στον Χιουμ, για παράδειγμα, η επιστημονική παρόρμηση βασιλεύει εντελώς ανεξέλεγκτη, ενώ στον Μπλέικ μια ισχυρή εχθρότητα προς την επιστήμη συνυπάρχει με βαθιά μυστικιστική διορατικότητα. Αλλά οι μεγαλύτεροι άνθρωποι που υπήρξαν φιλόσοφοι ένιωσαν την ανάγκη τόσο της επιστήμης όσο και του μυστικισμού: η προσπάθεια εναρμόνισης των δύο ήταν αυτό που έκανε τη ζωή τους, και αυτό που πρέπει πάντα, παρ’ όλη την επίπονη αβεβαιότητά της, να κάνει τη φιλοσοφία, σε μερικά μυαλά, μεγαλύτερο πράγμα είτε από την επιστήμη είτε από τη θρησκεία…
Τα γεγονότα της επιστήμης, όπως φαίνονταν στον [Ηράκλειτο], έθρεψαν τη φλόγα στην ψυχή του, και στο φως της είδε στα βάθη του κόσμου με την αντανάκλαση της δικής του χορευτικής φωτιάς που διαπερνούσε γρήγορα. Σε μια τέτοια φύση βλέπουμε την αληθινή ένωση του μυστικιστή και του ανθρώπου της επιστήμης -την υψηλότερη υπεροχή, όπως νομίζω, που είναι δυνατό να επιτευχθεί στον κόσμο της σκέψης… Όλοι όσοι είναι ικανοί να απορροφηθούν από ένα εσωτερικό πάθος πρέπει να έχουν βιώσει κατά καιρούς την παράξενη αίσθηση της μη πραγματικότητας σε κοινά αντικείμενα, την απώλεια της επαφής με τα καθημερινά πράγματα, στην οποία χάνεται η σταθερότητα του εξωτερικού κόσμου και η ψυχή φαίνεται, σε απόλυτη μοναξιά, να αναδύει, από τα βάθη της, τον τρελό χορό των φανταστικών φαντασμάτων που μέχρι τώρα εμφανίζονταν ως ανεξάρτητα αληθινά και ζωντανά».
Υπάρχει μια βαθιά ποιητική, μια μοναδικώς ανθρώπινη ιδιότητα η οποία μας παθιάζει ως είδος με την αναζήτηση της γνώσης. Μπορεί να συνιστά αποτέλεσμα της συνθετότητας του εγκεφάλου μας και σίγουρα συνέπεια των εξελικτικών μας αναγκών. Ο άνθρωπος λύνει τα καθημερινά μυστήρια σε μια διαλεκτική με τα μεγάλα, με τα συμπαντικά. Ο πόλεμος και η αναζήτηση των μεγάλων μυστηρίων είναι που παράγουν τις ατελείωτες ανακαλύψεις μέσα στις χιλιάδες των χρόνων που πορευόμαστε σε αυτόν τον πλανήτη. Αλλά πέραν αυτού, αυτή η προσπάθεια συνολοποιητικής, ενοποιητικής γνώσης όπως γράφει ο Αϊνστάιν αποτελεί μια ανθρώπινη ανάγκη ή τάση, η οποία δε χρειάζεται να εξηγείται, όπως ακριβώς δεν είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε γιατί ασχολούμαστε με τις τέχνες ή με το οργανωμένο παιχνίδι.
Ο Γκέντελ, αυτά τα οποία εκφράζει και κατακτά ο κύκλος της Βιέννης μας ωθούν στον πυρήνα της «μη-αναγκαστικώς -πρακτικώς- ωφέλιμης» (ακόμα και αν είναι και πρακτικώς ωφέλιμη) ανθρώπινης υπόστασης: είμαστε φιλοπερίεργα όντα επειδή είμαστε άνθρωποι. Παρεμπιπτόντως όμως, αυτή η ιδιότητα μεταξύ άλλων μας καθιστά εξελικτικώς πιο καλά «εξοπλισμένους». Χάρη σε αυτή μας την ιδιότητα αναζητούμε μεταξύ άλλων και την αλήθεια. Η γενική, συνολοποιητική αλήθεια, φωτίζει και αναδεικνύει τις επιμέρους αλήθειες.
Ο κύκλος της Βιέννης αποτελεί υπό αυτήν την έννοια μια αιχμή κορύφωσης στο πλαίσιο του Διαφωτισμού και της ανθρώπινης προσπάθειας (συχνά και θυμωμένης είναι η αλήθεια) να κατανοήσει και να κατακτήσει αυτό που θεωρούνταν ότι αποτελεί το σχέδιο του Θεού. («Ο άνθρωπος θυμώνει με τον Θεό γιατί δεν μπορεί να συλλάβει ευχερώς με τις αισθήσεις του την παρέμβασή Του. Εξ ου και αποφασίζει να Τον υποκαταστήσει εργαλειοποιώντας την πρωτογενή αισθητηριακή αντίληψη υπέρ της γνώσης. Η γνώση λοιπόν είναι η παρηγοριά από τη σιωπή του Θεού», φάντασμα από το μέλλον.) Ο Διαφωτισμός είναι γνωστό ότι ανατρέπει την ιεραρχία Θεού- ανθρώπου θέτοντας στο κέντρο αλλά και στην ηγεσία του κόσμου τον δεύτερο. Αυτή η μεταβολή κορυφώνει το υπαρξιακό, τραγικό δράμα του ανθρώπου, όπως περίπου το συλλαμβάνει η αρχαία τραγωδία. Μόνος ο άνθρωπος ή αισθανόμενος μόνος, σε έναν μερικώς αρρύθμιστο κόσμο, προσπαθεί να βάλει τάξη σε αυτό που κινδυνεύει να μεταπέσει σε ένα πλήρες χάος, επομένως πρέπει να γνωρίσει τα μυστικά που  ο Θεός κρατά για τον εαυτό Του ή τουλάχιστον δεν μας επιβεβαιώνει με τις αισθήσεις μας σε μαζική κλίμακα. Ο άνθρωπος «κλέβει» τη γνώση από τον Θεό και γίνεται ο Προμηθέας.
Όταν ιδίως οι θρησκείες ως οργανωμένα φιλοσοφικά συστήματα αδυνατούν να προσφέρουν ικανοποιητικές απαντήσεις υπό την έννοια του να μας καθοδηγήσουν, τόσο στην αρχαιότητα όσο και στους νεότερους χρόνους, η γνώση έρχεται να παντρευτεί με τις αισθήσεις, με τη διαίσθηση και με τη μεταφυσική και εν τέλει να παρηγορήσει τον απαρηγόρητο άνθρωπο.
Αλλά το φάντασμα του μέλλοντος έρχεται ξανά να ρωτήσει τον ταλαιπωρημένο, Γκέντελ: «Ποια παρηγοριά μας δίνει η ανακάλυψή σου ότι ο χρόνος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (αφού αν μπορούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν, ο χρόνος δεν είναι κυκλικός αλλά δεν υφίσταται ως «χρόνος -που- περνάει» άρα ως χρόνος). Ούτως ή άλλως ο βιωμένος χρόνος μας είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, είτε κινείται σε κύκλους ή με όποιον άλλον τρόπο «αποδείξει» κάποιος, με βάση το τι μπορούμε να αντιληφθούμε είναι πεπερασμένος. Και αν οι θεωρίες αποδεικνύουν ότι ταυτοχρόνως ζούμε για πάντα και είμαστε μη υπαρκτοί για πάντα, πίστευέ το αλλά θα έχεις τους χαμένους αγαπημένους κοντά σου; θα είσαι εσύ τώρα, στο μέλλον από το οποίο έρχομαι; Σε συναντώ στο δρόμο μου για τη δουλειά; Όχι. Η θρησκεία παρέχει την αντίστοιχη παρηγοριά αν μπορείς να πιστέψεις. Τουλάχιστον στις θρησκείες αποδέχεται κανείς εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να συλλάβει το μεγάλο πλάνο. Μπορείς; Είναι ευκολότερο/ πιο πειστικό να το δεις σε μαθηματικό τύπο;»
Εδώ αναδεικνύεται ένα πυρηνικό ζήτημα. Η αίσθηση υπερτερεί της γνώσης ή η γνώση της αίσθησης; Όσο και αν η αίσθηση βιωματικώς κυριαρχεί, σε κάποιους τομείς σε μεγάλο βαθμό και σε κάποιους άλλους απολύτως, η γνώση είναι το απαραίτητο διαλεκτικό εργαλείο θεμελίωσης της αίσθησης. Ο άνθρωπος υπερέχει του υπολοίπου ζωικού βασιλείου όχι γιατί είναι αισθητηριακώς υπέρτερος αλλά γιατί είναι γνωσιακώς ανώτερος. Όπως αναλύεται σε ένα σχετικό επιστημονικό άρθρο στο περιοδικό Frontiers in Neuroscience, «Οι άνθρωποι έχουν από καιρό στοχαστεί πάνω στη φύση του μυαλού/εγκεφάλου τους και, ιδιαίτερα γιατί οι ικανότητές τους για συλλογισμό, επικοινωνία και αφηρημένη σκέψη είναι πολύ ανώτερες από άλλα είδη, συμπεριλαμβανομένων των στενά συγγενών ανθρωποειδών… [αποτελεί] η ανώτερη επεξεργασία προτύπων (ΑΕΠ)… τη θεμελιώδη βάση των περισσότερων, αν όχι όλων, μοναδικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένης της νοημοσύνης, της γλώσσας, της φαντασίας, της εφεύρεσης και της πίστης σε φανταστικές οντότητες όπως φαντάσματα και θεούς. Η ΑΕΠ περιλαμβάνει την ηλεκτροχημική, βασισμένη σε νευρωνικό δίκτυο, κωδικοποίηση, ενσωμάτωση και μεταφορά σε άλλα άτομα αντιληπτών ή νοητικά κατασκευασμένων προτύπων».
Επομένως, πέρα από την αυταξία του φιλοπερίεργου και της διεκδίκησης της γνώσης από πλευράς του ανθρώπου, η γνώση πράγματι παρηγορεί. Αν είμαστε ταυτοχρόνως νεκροί και ζωντανοί σε ένα «μη-χρόνο» ή σε έναν «χρόνο-που- δεν-περνάει» και αν μπορούμε να αισθανθούμε τη συνέπεια της γνώσης αυτής εφόσον την αποδείξουμε και την κατακτήσουμε περαιτέρω, ακόμα και αν η αισθητηριακή μας αντίληψη δεν αλλάξει (κατάσταση η οποία με τη χρήση λογής τεχνολογιών δεν είναι δεδομένη) η συνείδησή μας για εμάς και τον κόσμο (η οποία δεν είναι μόνο αισθητηριακή αλλά και γνωσιακή ή αλλιώς πολυπαραγοντική) μεταβάλλεται σε σημαντικό βαθμό.
Μάλιστα, ούτε οι θρησκείες είναι απολύτως α-γνωσιακές και αγνωστικιστικές σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη διανοητική ικανότητα. Αντιθέτως, σε ένα έστω ιεραρχικώς οριζόμενο από τον Θεό πλαίσιο, ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει και άρα να εφαρμόσει. Ο άνθρωπος στη θρησκεία δεν είναι απλώς πιστός και άρα σιωπηλός. Είναι γνωρίζων, ερμηνεύων, εφαρμόζων και άρα υπεύθυνος. Επομένως, η γνώση, είτε της θρησκείας, είτε της επιστήμης, είτε της μεταφυσικής, είτε της φυσικής (και στην πραγματικότητα και των δύο) ναι, παρηγορεί αυτό το οποίο οι αισθήσεις μας αφήνουν απαρηγόρητο.
Υπ’ αυτήν την έννοια, η αλήθεια της γνώσης και η γνώση της αλήθειας, επηρεαζόμενες και από τον παρατηρητή και όχι μόνο από το παρατηρούμενο ακόμα και στην πιο αφαιρετική και «καθαρή» τους εκδοχή ενισχύουν και στηρίζουν αυτό το οποίο διαφεύγει από την αισθητηριακή πρόσληψη, χαρίζοντάς μας φως μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Ο Γκέντελ και ο κύκλος της Βιέννης, όπως και τόσοι άλλοι, έχουν κάτι προμηθεϊκό, τραγικό: φωτίζουν κόντρα στην αντίρροπη, επίσης ανθρώπινη στάση, του σκοταδιού και της ήσυχης παράδοσης σε εκείνο που φαίνεται αναντίρρητα αληθές αλλά είναι βαθιά εξουσιαστικό έναντι του εγγενούς ανθρωπίνου πάθους: Τέχνη, γνώση, παιχνίδι, έρωτας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου