Θεόδωρος Χαμπίδης
Τα μαραζούλια *, εχθρές υπάρξεις ομορφιάς. Φυτρώνουν όπου δε φαντάζεται κανείς. Στα κεραμίδια, στις κόγχες του οδοστρώματος, στα κενά των μαρμάρων, στα χάσματα των τοίχων. Παντού. Φυτρώνουν για να θυμίζουν ότι τεκταίνεται η άνοιξη, ότι διεκπεραιώνεται το θείο κάλλος, ότι όσο κι αν ασχημονούν τα βαρβαρικά χέρια, η χρωματική παλέτα θα ανοίγεται προκλητικά μπροστά σου. Η ρίζα τους είναι σφηνωμένη αλλά σκληρή γιατί έχει αντιστύλι την ανάγκη για οξυγόνο. Προκλητικά κι αγέρωχα ανθίστανται στις ριπές του ανέμου και είναι η γύρω τριγύρω σκληρή επιφάνεια που έχει χαράξει πάνω τους τη μοίρα της στέρφας ύπαρξης. Δε θα γίνει ο καρπός σου καρπός να δώσει μοίρα σε νέα ύπαρξη. Λεκές θα μείνει πάνω στην ασπρίλα του θασίτικου μαρμάρου.
Ο βίος τους ισχνός και άγαρμπος. Μέσα στον φόβο η ζήση τους όλη, μη και βρεθεί ανθρώπου χέρι που δεν άντεξε την ομορφιά μες στην στιλπνότητα της ανθρώπινης παρέμβασης. Τα ξεριζώνουν όλοι, μαθημένοι και άμαθοι, και με βαρβαρότητα κρύβοντας τη χαιρεκακία τους ρημάζουν την ομορφιά που άφροντι η ίδια η ζωή δίνει μέσα στον παραλογισμό της οργιώδους επικονίασης κάθε άνοιξη.
Να τα σέβεστε τα μαραζούλια. Υπάρχει κίνδυνος κάποτε να καταλάβουν όλη τη γη. Τότε, όμως, είναι που αντιστικτικά θα απλώνονται όλα τα χρώματα δίνοντας θέση δεύτερη σε όσους λέγανε κούφιους λόγους για τη σπουδαιότητα της καθαρότητας. Η πολυχρωμία της χλωρίδας θα εγκυμονήσει παιδιά με ήχους, με λόγια, με κίνηση και με τα χρώματα θα κοιμάται και θα ξυπνάει ο καθένας. Τα αειθαλή χρώματα της μουσικής δε θα έχουν ανάγκη για συντήρηση, γιατί θα δύνανται να σχηματίζουν εικόνες αενάως.
Μην τα ρημάζετε τα μαραζούλια. Έχουν τη θέση τους κι αυτά. Όσο να θρέψουν χάνονται και έχουν να δίνουν μόνο χρώμα σε άχαρες επιφάνειες. Κοσμούν κρατώντας το ισοκράτημα και έχει να χαίρεται η κόρη του ματιού σου όποτε αναπάντεχα έρχονται να σου θυμίσουν την ανάγκη για ζωή. Στο κάτω κάτω μέσα στο νέφος είναι λίγη ποίηση. Δε διεκδικούν. Παίρνουν το μόνο που τους αναλογεί, τον χρόνο που τους αναλογεί, την προσοχή που τους αναλογεί. Πότε; Αν, μόνο και πάντα αν, το μάτι σου είναι ασκημένο να βλέπει χρώμα. Κι αν δεν αντέχεις το χρώμα, δε φταίνε σε τίποτα. Αθώες υπάρξεις. Θα μαραζούλια θα επιμένουν να βγαίνουν ακόμη κι εκεί που τους ορίστηκε να ευδοκιμούν. Μπαστάρδικα, στείρα, άκαιρα, ανένταχτα θρασίμια πηγαίου κάλλους.
* Η λέξη φυσικά δεν υφίσταται. Δημιουργήθηκε για να αποδώσει εννοιολογικά την κατηγορία των λουλουδιών που ευδοκιμούν σε μη αναμενόμενα σημεία, όπως στην άσφαλτο, στους τοίχους, σε μαρμάρινες επιφάνειες ή όπου αλλού υπάρχουν μικρές κόγχες με χώμα.
Πηγή:artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου