Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Δεν μπορείς να κάνεις κακό για να κάνεις καλό

του Χρήστου Λάσκου
 
Το ερώτημα «γιατί δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ» αποκτάει υπαρξιακό χαρακτήρα για όσους από μας ήμασταν για πολύ καιρό ΣΥΡΙΖΑ.
Θα μπορούσε, βέβαια, εύκολα να απαντηθεί με μια στοιχειώδη  παράθεση πεπραγμένων των κυβερνήσεων του Αλέξη Τσίπρα. Οι παραλείψεις και οι αθετήσεις δεν απαιτείται να απαριθμηθούν στο μέτρο που είναι παγκοσμίως γνωστές, προκλητικά εκλογικευμένες από τους δράστες τους και τόσο πολλές, που πρακτικά είναι μη αριθμήσιμες.
Φτάνει να μείνουμε στα πεπραγμένα.
Από την ασφαλιστική «μεταρρύθμιση» Κατρούγκαλου, την οποία η υπεράνω υποψίας ΕφΣυν ονομάζει «Σφαγή των μελλοντικών συντάξεων», και τη διαρκή φτωχοποίηση που σημαίνουν –μεταξύ άλλων- οι φορολογικές παρεμβάσεις, μέχρι τα πανηγύρια για την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά και τα 20 εκατομμύρια χάρισμα στην ποδοσφαιρική μαφία για την «Αγιά Σοφιά», για να μη μιλήσω για την κατάπτυστη «συμφωνία» για το προσφυγικό, δεν υπάρχει σχεδόν πράγμα, για το οποίο ο ίδιος ο πρωθυπουργός και τα μέλη του νέου ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ένιωθαν βαριά αποφορά αν τους αναφέρονταν μόλις 15 μήνες πριν. Μετά βδελυγμίας θα αρνούνταν οποιαδήποτε πιθανότητα να συνδράμουν (sic) στο ένα δέκατο από αυτά.
Εδώ, όμως, δεν θέλω να μείνω σε αυτό το είδος του επιχειρήματος. Σκοπός μου είναι να απαντήσω, όσο μπορώ, σε αιτιάσεις και «προκλήσεις» πρώην συντρόφων απέναντι σε όσους από μας κάνουμε «υποτίθεται» από τα αριστερά κριτική στο «εγχείρημα».
***
Μια καλή αφορμή γι’ αυτό μου δίνει το άρθρο του Χ. Γεωργούλα, που δημοσιεύτηκε στην Εποχή της περασμένης Κυριακής[1]. Και είναι καλή αφορμή για πολλούς λόγους. Γιατί το γράφει ο συγκεκριμένος άνθρωπος, γιατί συνοψίζει τα κύρια σημεία της ασκούμενης «από τα μέσα» αντι-κριτικής και γιατί, επιπλέον, εντοπίζει ζητήματα, για τα οποία, πράγματι, εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν.
Ας ξεκινήσουμε με μια μισή αλήθεια, που είναι μόνιμο στοιχείο της «αντι-κριτικής». Πρόκειται για τη δεδομένη «κοινή απορία της αριστεράς όλων σχεδόν των αποχρώσεων και κάθε χώρας μπροστά στο ερώτημα «τι να κάνουμε;», από τη στιγμή που τίθεται στο συγκεκριμένο περιβάλλον της κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού». Με άλλα λόγια, είναι τόσο δομικά στριμωγμένες οι συνθήκες και τόσο καταθλιπτικά ενάντιος ο συσχετισμός των δυνάμεων, που στην θέση της στρατηγικής έχει εγκατασταθεί η διαρκής απορία. Η αριστερά πολιτεύεται απορούσα και αδύναμη, προσώρας τουλάχιστον. Και αυτό συνιστά αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία κανένας βολονταρισμός δεν πρόκειται να υπερβεί, ό,τι κι αν κάνει.
Ονομάζω μισή αλήθεια αυτήν την θέση για δύο λόγους.
Πρώτο, θεωρητικοποιεί την απόλυτη αδυναμία, την ίδια στιγμή που υπερασπίζεται την επιλογή της παραμονής στην κυβέρνηση, έστω κι αν εφαρμόζονται πράγματα που ούτε η προχωρημένη δεξιά δεν θα τολμούσε να σκεφτεί[2]. Δεύτερο, θέτει εντός παρενθέσεως, την καθοριστική αρνητική επίδραση στον κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό που έχει, στην περίπτωσή μας, η ίδια η θερινή επιλογή της συνθηκολόγησης –και όχι μόνο στην Ελλάδα. Θέλω να πω, αντιμετωπίζει το καίριο ζήτημα του συσχετισμού μονοδρομικά, ως εάν ο «συσχετισμός» καθορίζει τις πολιτικές επιλογές χωρίς ο ίδιος να καθορίζεται από αυτές. Ως «διαλεκτικός» διαφωνώ εντελώς και φαντάζομαι –συνειδητά χρησιμοποιώ το συγκεκριμένο ρήμα- πως άλλες πολιτικές επιλογές τους μήνες που προηγήθηκαν του δημοψηφίσματος  και άλλες πολιτικές επιλογές μετά το δημοψήφισμα θα διαμόρφωναν αλλιώς τον συσχετισμό.  Και δεν θεωρώ πως χρειάζεται να είσαι πολύ αριστεριστής, για να φαντάζεσαι τέτοια πράγματα. Αντιθέτως, αν δεν μπαίνεις στον κόπο να τα φανταστείς και να τα συζητήσεις τότε είσαι πρόβλημα τόσο για την αριστερά όσο και για το κίνημα. Γι’ αυτό ο Αλέξης Τσίπρας και όσοι πολλαπλώς πραξικοπηματικά κινήθηκαν το καλοκαίρι –χωρίς καμία ευρύτερη νομιμοποίηση και χωρίς την παραμικρή κομματική συζήτηση- εξελίχθηκαν σε μεγάλο πρόβλημα.
Ακριβώς επειδή οι συνθήκες του «παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» είναι αυτές που είναι, οι συγκεκριμένες πρακτικές δεν αποτέλεσαν μια κάποια αυταρχική διολίσθηση, απλώς. Αντίθετα, πήραν, ιδία πρωτοβουλία, πράγμα που καθόλου δεν δικαιούταν, τον κόσμο στο λαιμό τους. Το γεγονός πως οι «από τα μέσα» κριτικοί αυτά τα θεωρούν σχεδόν δευτερεύοντα φτιάχνει μια αβυσσαλέα διαχωριστική.  Με αστικούς τρόπους αριστερή πολιτική δεν υφίσταται, όπως από παλιά μας εφιστούσαν την προσοχή οι κλασσικοί μας: το να εκβιάζεις τα πράγματα, βασιζόμενος στις συνταγματικές προνομίες του πρωθυπουργού δεν είναι «εκτροπή» διαχειρίσιμη, είναι «άλλο», αντίπαλο πράγμα.
Θα επιμείνω σε αυτό. Και θα πω πως ο «συσχετισμός» είναι πολύ εύλογο να αποτελεί το βασικό πρόσχημα όχι μόνο για συμβιβασμούς, ακόμη και συνθηκολογήσεις, αλλά και για πραγματικά αίσχη –τι άλλο είναι, π.χ. η πρόσκληση Μαρινάκη –Μελισσανίδη στο Μαξίμου!  Το λέει και το πρωτοσέλιδο της Εποχής την ίδια μέρα: «Το ξεπούλημα του ΟΛΠ μεταβάλλεται ρητορικά σε «ιδιωτικοποίηση που θα προσελκύσει κι άλλες επενδύσεις» και από τις διαμαρτυρίες ενάντια στο παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο που λυμαίνεται τα πάντα, η κυβέρνηση πέρασε στην υποδοχή –φιέστα της Cosco στο Μαξίμου. Η αναφορά στη «διασφάλιση των εργασιακών σχέσεων και της προστασίας του περιβάλλοντος», δεν καθησυχάζει κανένα». Βάσει αυτών ποιος, αλήθεια, έχει περισσότερο δίκιο, ο κριτικός  ή ο «αντι-κριτικός»;
Το επιχείρημα αυτό, βέβαια, συχνά παίρνει πιο πρωτόλεια μορφή και μας εγκαλεί με αναφορά σε μια γενικότερη «αρχή της πραγματικότητας» -κόντρα στην «αρχή της ηδονής»;. Πρόσφατα, σε εκδήλωση στην Θεσσαλονίκη, παλιός σύντροφος, από τους παραμένοντες, μυκτήριζε όσους «υποτίθεται» κάνουν κριτική από τα αριστερά ως ασκόπως φλυαρούντες, περίπου ανόητους, που αφίστανται της πραγματικότητος. Η οποία πραγματικότης επιβάλλει ιδιωτικοποιήσεις, διαρκή φτωχοποίηση, διατήρηση της ανεργίας στο 30+% κι όλες τις πληγές της Βίβλου, ενόσω οι εκπρόσωποί μας στην κυβέρνηση «εκμεταλλεύονται» τις … ρωγμές! Γιατί αλλιώς, ως γνωστόν, θα καταρρεύσουν οι τράπεζες, άσε που μπορεί και να βγούμε από την Ευρωζώνη.
Εδώ είναι που η «αρχή της πραγματικότητας» συναντά την «ηθική της ευθύνης». Όπως το θέτει η Ιρλανδέζα αριστερή Helena Sheehan, που πρωτοστάτησε επί χρόνια, στην Ιρλανδία και την Ευρώπη, στο κίνημα αλληλεγγύης στην Ελλάδα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας ορίζοντας ελπίδας. Τώρα είναι ένας στρόβιλος απόγνωσης. Πάσχιζα να δω τις ενέργειες των συντρόφων υπό το καλύτερο δυνατό φως, χωρίς να εγκαταλείπω το δικό μου κριτικό πνεύμα και την ηθική μου πυξίδα. Το σκεφτόμουν περισσότερο με όρους στυγνής ισχύος, έντονης πίεσης και ταπεινωτικής ήττας, παρά με όρους προδοσίας, ξεπουλήματος ή ηθικού ξεπεσμού. Ωστόσο, δεν μπορούσα να δεχτώ τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Αριστείδης Μπαλτάς, καθώς και ο Αλέξης Τσίπρας και άλλοι από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μια σειρά επιχειρημάτων που μου ήταν γνώριμα, παρά το ότι δεν περίμενα να τα ακούσω από εκείνους. Δεν πιστεύω ότι μπορείς να κάνεις κακό για να κάνεις καλό»[3].    
Με την αναφορά στην «ηθική της ευθύνης» -κόντρα στην «ηθική της πεποίθησης» των αιθεροβαμόνων ούφο- ολοκληρώνεται το ιερό προσκύνημα σε όλες τις σταθερές των κυρίαρχων αστικών επιχειρημάτων, που πάντοτε, αιώνες τώρα, επικαλούνται την πραγματικότητα απέναντι στους κοινωνικά επικίνδυνους «ιδεαλιστές». Και αποκτά, μάλιστα, διαρκές, φιλοσοφικό περιεχόμενο, ξεφτιλίζοντας την βλακώδη 11η Θέση περί αλλαγής του κόσμου. Κάνει, δηλαδή, την ΤΙΝΑ οντολογική κατηγορία.
Το είναι είναι, το μη είναι δεν είναι. Και δεν θα είναι ποτέ[4].
***
Επειδή έτσι καταλαβαίνω τα πράγματα, λοιπόν, συνεχίζω να υποστηρίζω –παλιότερα ήταν «ηγεμονική» αυτή η άποψη- πως η απάντηση στο «τι να κάνουμε;» μπορεί να δοθεί μόνο μέσα από την εμπλοκή των πολλών, την επέκταση της δημοκρατίας. Σίγουρα, πάντως, δεν πρόκειται να δοθεί από όσους «πρωτοβουλιακά και ερήμην» ανέλαβαν το καλοκαίρι να τη δώσουν. Εννοώ τον Τσίπρα και τον Παππά. Γιατί, για να πω την αλήθεια, άλλους «από τα μέσα» δεν βλέπω να δραστηριοποιούνται σχετικά και έχω σοβαρούς λόγους, αντικειμενικούς και υποκειμενικούς, να μη δείχνω μεγάλη εμπιστοσύνη στην αρχηγική ομάδα. Ειδικά σε ό,τι αφορά πράγματα πέρα από την τακτική και την επικοινωνία.
Ο Γεωργούλας διαπιστώνει πως η αναφορά στην «εμπλοκή των πολλών» δεν αρκεί. Θα συμφωνήσω, αλλά, όπως και νάναι, είναι κάτι η συνειδητοποίηση της ανάγκης της και η προσπάθεια να υποβοηθηθεί. Η σωστή, δε, επισήμανση πως απαιτείται «η αυτενέργεια και η οργάνωση του ίδιου του κομματικού υποκειμένου σε αυτήν την αντίληψη» και πως «ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε, πολύ περισσότερο, ο Συνασπισμός υπήρξαν τέτοια κόμματα» μάλλον δεν ενισχύει μια στάση σαν αυτή που κρατάνε οι «από τα μέσα». Γιατί το τωρινό «υποκείμενο» είναι κατά πολύ υποδεέστερο των ελλειμματικών προγόνων του. Ή όχι; Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης, τρεις σελίδες μετά τον Χ. Γεωργούλα: «[Υ]πάρχει αφενός έλλειμμα στρατηγικής και, αφετέρου, έλλειμμα σύνδεσης της στρατηγικής με τις επιμέρους φάσεις των προγραμμάτων που ακολουθείς […] [Δ]εν υπάρχει συλλογικός διανοούμενος, δηλαδή ένα συλλογικό υποκείμενο που θα αντιλαμβάνεται κάθε φορά τι συζητάμε τη δεδομένη στιγμή και πώς οι επιμέρους δράσεις εντάσσονται σε ένα γενικό πολιτικό σχέδιο. Και αυτό είναι το θεωρητικό μας έλλειμμα. Το κόμμα θα έπρεπε να σχεδιάζει το παράλληλο πρόγραμμα, διαμορφώνοντας παράλληλα συνθήκες ενός μεταβατικού προγράμματος […] ώστε να καταλήξουμε στο τέλος σε ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού». Αφήνοντας στην άκρη ζητήματα μεθόδου και λογικής συνοχής μιας πρότασης που θεωρεί πως είναι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, δυνατή μια αριστερή κυβερνητική παρέμβαση ελλείψει όλων αυτών που «θα έπρεπε», το ερώτημα είναι πηγαίο: υπάρχει τίποτα;
Πράγμα που μας συνδέει με ένα επόμενο ζήτημα που θέτει ο Γεωργούλας. Γιατί, αναρωτιέται, σχεδόν συμπερασματικά και με αναφορά τη Δικτύωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν μείνατε ως διακριτή τάση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και να διατυπώνετε το σύνολο της κριτικής σας; Ο λόγος που νομιμοποιεί, κατά τη γνώμη του, μια τέτοια επερώτηση είναι πως, με τις μέχρι σήμερα παρεμβάσεις, «δεν συγκροτείται μια πραγματική εναλλακτική, πειστική για ικανό αριθμό κοινωνικών «παικτών», ώστε να αντιπαρατεθεί όχι γενικά, αλλά στο πεδίο διεκδίκησης της κυβέρνησης, ή, έστω, συμμετοχής σε μια συμμαχική κυβέρνηση». Εκτός του ό,τι ηχεί περίεργα να ακούγεται κάτι τέτοιο από έναν άνθρωπο που για πολλές δεκαετίες στρατεύτηκε σε μικρά σχήματα της αριστεράς, έξω από τους κύριους φορείς της, σε εποχές, που, κατά τη γνώμη μου, είχε λιγότερους λόγους από ό,τι σήμερα να το κάνει, υπάρχουν και άλλα θέματα.
Το ένα το ανέφερα ήδη. Είναι η δημοκρατία: ακόμη περιμένουν, οι «από τα μέσα», το Συνέδριο που θα γινόταν τον Σεπτέμβριο, που έγιναν οι εκλογές, που αποφάσισε μόνος του ο Τσίπρας, που αποφάσισε σχεδόν μόνος του την αποδοχή του 3ου Μνημονίου. Το δεύτερο, συνδεμένο με το πρώτο, είναι πως η αναζήτηση της εναλλακτικής είναι πολύ πιθανότερο, αν ευοδωθεί, να ευοδωθεί εκτός του συγκεκριμένου κυβερνητικού κόμματος, για το οποίο η αρχή της πραγματικότητας, φαντάζομαι, ορίζει πως θα αυξηθούν πάλι οι έμμεσοι φόροι για να μην μειωθούν οι στρατιωτικές δαπάνες, πράγμα για το οποίο δεν φταίνε οι επικυρίαρχοι δανειστές. Το τρίτο, αλλά όχι έσχατο, τα πρόσωπα: ο Ρουμπάτης και ο Παπαγγελόπουλος, ο  Σπίρτζης και η Τζάκρη, η Κόλια –Τσαρουχά και ο Καμμένος -και πολλοί πολλοί ακόμα- τι σχέση έχουν, έστω και με την μετριοπαθέστερα οριζόμενη «πρόοδο»; Έχουν θα μου πείτε με την «σωτηρία». Το θέμα είναι πως δεν νιώθει σχεδόν κανένας να σώζεται.
Θα επανέλθω για τα ζητήματα που πράγματι χρήζουν απάντησης από όλους μας, τα άμεσα και της στρατηγικής.  Έχοντας τη βεβαιότητα, όμως, πως βασικός υπεύθυνος για την πολύ αδύναμη σημερινή μας θέση είναι το τωρινό κυβερνητικό κόμμα, οι πράξεις και οι εγκληματικές παραλείψεις του. Και είναι πολύ άδικο για όσους από τους «έξω» δεν «έχουν την εναλλακτική» να τους προσάπτεται αυτό, αφού πρώτα βίωσαν την καταστροφή όσων δυνατοτήτων υπήρχαν για την διαμόρφωσή της.  Γιατί, όπως σωστά το θέτει ο Γεωργούλας, μια ορισμένη «κυβέρνηση […] θα μπορούσε να βελτιώσει το περιβάλλον δράσης των «πολλών»». Π.χ. φέρνοντας ως πρώτη πράξη έναν ανθρώπινο εργατικό νόμο και τον κατώτατο στα 751, για να σπάσει ο άκρατος εργοδοτικός δεσποτισμός και να αρχίσει να αντιμετωπίζεται η εργασιακή ζούγκλα.
Θα μπορούσε και δεν θέλησε. Επ’ αυτού, ας λένε ό,τι θέλουν οι πραγματιστές, αν και δεν τους έχω ακούσει να μιλούν ιδιαίτερα: να την χέσω την πραγματικότητα.
ΥΓ. Επειδή ο Γεωργούλας αναφέρεται και στην Πορτογαλία θεωρώντας με αυτόν τον τρόπο πως αποκτάει επιχειρήματα η άποψή του υπέρ της κυβέρνησης, να το πω. Η μέχρι στιγμής εμπειρία της Πορτογαλίας κάνει τη δική μας ντροπή ακόμη μεγαλύτερη. Γιατί εκεί μια κυβέρνηση με βασικό κορμό τους μνημονιακούς σοσιαλιστές, μεταξύ άλλων, ακύρωσε τη μεγάλη ιδιωτικοποίηση του εθνικού αερομεταφορέα της Πορτογαλίας, ανέστρεψε τις προηγούμενες μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, μείωσε τους φόρους για τις οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, αύξησε τις χαμηλές συντάξεις, και τον κατώτατο μισθό και επανέφερε τέσσερις αργίες που είχαν καταργηθεί. Επίσης, η κυβέρνηση ενέκρινε την επιστροφή στο παραδοσιακό 35ωρο από το σημερινό 40ωρο και μείωσε τον ΦΠΑ στα εστιατόρια στο 13% από το 23%. Ούτε στο καλύτερό μας όνειρο!
Και χωρίς καθόλου λόγια, νταούλια, δημαγωγίες, ακόμη και ψέμματα, όπως ήταν η δική μας περίπτωση. Το γεγονός πως για το Μπλόκο δεν ξέρουμε ούτε τον/την επικεφαλής είναι εχέγγυο σοβαρότητας και έλλειψης επικοινωνιακής εμμονής από μέρους του, δείγμα αριστερής σοβαρότητας.

[1] Διλήμματα έχει και η αριστερά, Εποχή, 10 Απριλίου 2016
[2] Ο Ανιέλι είναι διαβόητος για το γεγονός πως διακήρυσσε την ανάγκη αποδοχής, έως και ενεργού στήριξης, αριστερών κυβερνήσεων από το κεφάλαιο, στο μέτρο που, συχνά, είναι ο μοναδικός τρόπος , για να περάσουν αδιανόητες κανονικά ρυθμίσεις.
[3] Δρόμος της Αριστεράς, 9 Απριλίου 2016. Παρόμοια εκφράζεται και ο Ζερόμ Ρους στην Αυγή (10 Απριλίου 2016).
[4] Και πάλι, με τα λόγια της Sheehan: ««Το Όχι ήταν Ναι. Το λάθος ήταν σωστό. Η δεξιά ήταν αριστερά. Η συνθηκολόγηση ήταν πράξη θαρραλέα». Είναι άλλο πράγμα να υπαινίσσεσαι πως έχεις ένα πιστόλι στον κρόταφο και να παραδέχεσαι την ήττα και άλλο πράγμα να κάνεις στροφή και να ισχυρίζεσαι ότι επιτεύχθηκε μια μεγάλη ηθική νίκη και να βάζεις στο στόχαστρο οποιονδήποτε δεν συμφωνεί […] Λες και η εντατικοποιημένη οικονομική απαλλοτρίωση και η πολιτική συνθηκολόγηση δεν ήταν κιόλας κάτι αρκετά κακό, πρόσθεσαν και τη διανοητική σύγχυση και την ηθική υποβάθμιση στην τρομακτική πραγματικότητα που ξεδιπλωνόταν. Να τσιτάρεις τον Έγελο και να περιφρονείς την «όμορφη ψυχή» προκειμένου να επιτεθείς σε όποιον επέλεξε να ενεργήσει σε συνέπεια με τις πεποιθήσεις του, με εξέπληξε ως κάτι ιδιαίτερα άθλιο. Ντράπηκα για συντρόφους που το έκαναν αυτό. Δεν μπορείς να χτίσεις μια αριστερά όταν πετάς στα σκουπίδια την ίδια τη βάση των πεποιθήσεών μας. [Κι αυτό] προήλθε από ένα μείγμα απροκάλυπτου καιροσκοπισμού, γνήσιας σύγχυσης, ψυχολογικής αναστάτωσης και μεταμοντέρνας σοφιστείας».  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου