ΠΗΡΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ από τον αδελφό του μπαμπά μου, τον θείο Βασίλη, τον οποίο σκότωσαν οι χίτες στον εμφύλιο. Του έκοψαν το κεφάλι, το κρεμάσανε στην εκκλησία και μετά ρίχνοντάς το κάτω το κλωτσούσαν. Ο ίδιος όμως είχε σώσει πιο πριν τους δεξιούς του χωριού από τους αντάρτες λέγοντάς τους «μη τους παίρνετε τις κότες και το σιτάρι, είναι φτωχοί άνθρωποι». Στη Μακρόνησο υπήρξε εξόριστος και ο μπαμπάς μου, όμως δεν ήθελε να μας το αναφέρει. Με το ζόρι τον ρωτούσα και μου έλεγε.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΟΥ, πολλές γενιές πίσω, είναι από το Βάστα Αρκαδίας, ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, όπου γεννήθηκα στις 21 Ιουνίου του 1950, Τετάρτη μεσημέρι. Είμαι το μικρότερο παιδί μιας αγροτικής οικογένειας, έχω ακόμα δύο αδελφές και έναν αδελφό.
ΑΝΕΒΑΙΝΑ ΨΗΛΑ, πότε σε δέντρα πότε στα κεραμίδια και τραγουδούσα γιατί φανταζόμουνα ότι με άκουγε πολύς κόσμος. Κάθε Τετάρτη που ερχόταν ο ταχυδρόμος του χωριού για να φέρει τα γράμματα των ξενιτεμένων, πήγαινα στο καφενείο όπου μαζευόταν ο κόσμος, ανέβαινα στα τραπεζάκια, τραγουδούσα και έλεγα ποιήματα και ως αντάλλαγμα μου έδιναν λουκούμια! Με τη μεγάλη μου δε αδελφή, τα καλοκαίρια ξενυχτούσαμε για το στάχυ και τραγουδούσαμε κοιτώντας τα άστρα νομίζοντας πως μας ακούγανε.
ΘΥΜΑΜΑΙ ΟΤΙ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ τεσσάρων χρόνων πήγαμε με τη θεία μου στο χωριό του παππού μου, στο Διαβολίτσι της Καλαμάτας και εκεί μας έφτιαξε με τον αδελφό μου μια φλογέρα.
Τη δεύτερη μέρα έπαιξα στη φλογέρα το «Στου Παπαλάμπρου την αυλή», καθώς το ήξερα από τα πανηγύρια και από τις μαζώξεις των συγχωριανών στα σπίτια για να καθαρίσουν όλοι μαζί το καλαμπόκι. Την άλλη μέρα έπαιξα το «Μωρ’ περδικούλα του Μοριά» και άλλα δημοτικά. Αυτά ήταν οι επιρροές μου. Και το κελάηδημα της φωνής της μαμάς μου, που δεν την άφηνα να κοιμηθεί για να με νανουρίσει. Μια υπέροχη κελαρυστή, σαν ρυάκι, φωνή. Ο τελευταίος Έλληνας ροκ σταρ, ο αγαπημένος μου, εσίτεψε τώρα που έκλεισε τα 75. Απόσπασμα από την αφήγηση του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Σπύρο Αραβανή για το αφιέρωμα του περιοδικού «Μετρονόμος». Πηγή: musicpaper
ΑΓΑΠΩ ΤΑ ΤΣΟΓΛΑΝΙΑ και τους χασίκλες, τους κλέφτες, τις πουτάνες, τους ρεμπέτες και τους πούστηδες γιατί μάχονται κάθε μορφή εξουσίας και τους αγαπώ πιο πολύ γιατί τα καταφέρνουν και επιζούν κόντρα στην αστυνομία, κόντρα στον ποινικό νόμο, κόντρα στην απαίσια ηθική των μικροαστών, κόντρα στον φλογερό εαυτό τους. Η αστική κοινωνία αυτοθαυμάζεται. Ο δολοφόνος, ο πούστης, ο κλέφτης, η πουτάνα, σπάνε τον καθρέφτη!
ΕΝΑΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟΣ Έλληνας («ο κυνισμός δεν αποκλείει την αγάπη», «επιζείς στην Ελλάδα μόνον αν σε κατέχει ο διάβολος») που είχα την τύχη να γνωρίσω, ο αυτοεξόριστος στο Παρίσι (αφού εδώ υπέστη διώξεις, φυλακίσεις, απαγορεύσεις βιβλίων) ερευνητής, μελετητής του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας, δημοσιογράφος, σκιτσογράφος, φωτογράφος και συλλέκτης, Ηλίας Πετρόπουλος (Αθήνα, 26 Ιουνίου 1928 – Παρίσι, 3 Σεπτεμβρίου 2003) έσωσε κυριολεκτικά ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, που τα πανεπιστήμια θα το είχαν αφήσει να ξεχαστεί για πάντα.
ΣΕ ΟΛΗ ΤΟΥ ΤΗ ΖΩΗ θα περιφρονεί το κατεστημένο και την καθεστηκυία τάξη. Συναναστρεφόταν και πήρε συνεντεύξεις από ρεμπέτες, αλήτες, μάγκες, πόρνες, ομοφυλόφιλους, φυλακισμένους και καταδιωκόμενους, που έγιναν οι ήρωες των βιβλίων του. Εγραψε 83 βιβλία και δημοσίευσε περισσότερα από χίλια άρθρα. Κατέγραψε, ανέλυσε και διέσωσε τεκμήρια για πρόσωπα και πράγματα περιφρονημένα από την κυρίαρχη ιστορική αφήγηση. Ήταν ο πρώτος (ερασιτέχνης) λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε συστηματικά με το θεωρούμενο ως κοινωνικό περιθώριο.
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ του επιθυμία, την οποία υλοποίησε η σύντροφός του, Μαίρη Κουκουλέ, η σορός του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες πετάχτηκαν σε υπόνομο του Παρισιού. «Να κάψεις το κουφάρι μου και να ρίξεις τις στάχτες στον υπόνομο. Τέτοια είναι η διαθήκη μου». Στις 3 Σεπτεμβρίου του 2003 πέθανε στο Παρίσι ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Φωτό στο καφενείο του Κίτσου Τσιτσάνη στα Τρίκαλα (25.08.1973)
ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ πάντα μου άρεσε: Η «Κόκκινη Τάνια»!
ΣΤΙΣ 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1967, στρατιώτες της χούντας σκοτώνουν σε ενέδρα στη Βολιβία την 29χρονη αργεντινο-γερμανίδα επαναστάτρια Ταμάρα Μπούνκε Μπίντερ, γνωστότερη με το προσωνύμιο «Τάνια η Αντάρτισσα» που της έδωσε ο Φιντέλ Κάστρο όταν την ανακήρυξε «Ηρωίδα της Κουβανικής Επανάστασης». Η φάλαγγα της έπεσε σε ενέδρα της CIA και του Βολιβιανού στρατού την ώρα που περνούσε τον ποταμό Ρίο Γκράντε. Ηταν θαμένη σε ομαδικό τάφο μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 1998, όταν το πτώμα της εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε στην Κούβα.
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ στο ένοπλο τάγμα του Τσε, μαζί με εννέα αντάρτες ενταφιάστηκαν με στρατιωτικές τιμές στο μαυσωλείο του Τσε Γκεβάρα στη Σάντα Κλάρα, στις 30 Δεκεμβρίου 1998. Έγινε λαϊκός θρύλος στη Λατινική Αμερική και στη Ανατολική Γερμανία. Κυκλοφόρησαν φίλμ, βιβλία, γράφτηκαν θεατρικά έργα για την ιστορία της. Η Σοβιετική αστρονόμος Λιούδμιλα Ζουραβλιόβα έδωσε το όνομα «2283 Μπούνκε» σε ένα μικρό πλανήτη που ανακαλύφθηκε το 1974, προς τιμήν της.
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΤΟ 1937 στο Μπουένος Άιρες από Γερμανούς γονείς κομμουνιστικών πεποιθήσεων, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Αργεντινή. Το 1952 η οικογένεια επέστρεψε στη Γερμανία και σε ένα από τα ταξίδια της βρέθηκε το 1959 στην Κούβα της Επανάστασης. Μιλούσε άπταιστα πολλές γλώσσες, συχνά εκτελούσε χρέη μεταφράστριας, το 1960 και για τον Τσε Γκεβάρα κατά την επίσκεψή του στην Ανατολική Γερμανία.
ΤΟ 1961 ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ μόνιμα στην Κούβα. Εκπαιδεύτηκε στην κατασκοπεία, τις μυστικές επιχειρήσεις και τη διεξαγωγή πολέμου. Με ψευδώνυμο και παραλλαγμένα χαρακτηριστικά, συγκέντρωσε χρήσιμες πληροφορίες για την άρχουσα τάξη και τις στρατιωτικές δυνατότητες της Βολιβίας, για να ενισχυθεί το αντάρτικο σχέδιο του Τσε.
ΤΟ 1964 ΤΑΞΙΔΕΨΕ κάτω από απόλυτη μυστικότητα στη Βολιβία εμφανιζόμενη με το όνομα Λώρα Γκουτιέρες Μπάουερ. Γρήγορα εισήλθε στην ελίτ της χώρας, απολαμβάνοντας μάλιστα τις διακοπές της μαζί με τον πρόεδρο Ρενέ Μπαριέντος στο Περού. Χρησιμοποιούσε κρυφό ραδιοεξοπλισμό και κωδικοποιημένα μηνύματα για να επικοινωνεί με την Αβάνα και τα αντάρτικα στρατεύματα στη Βολιβία. Τον Μάρτιο του 1967 η κάλυψή της αποκαλύφθηκε (ή προδόθηκε) και προσχώρησε στο ένοπλο τμήμα του Τσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου