«Μέχρι τα λιοντάρια να αποκτήσουν τους δικούς τους ιστορικούς, οι κυνηγετικές ιστορίες θα δοξάζουν τον κυνηγό».
Τη δεκαετία του ’80 ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο είχε επισκεφτεί το Σικάγο και αναζήτησε το σημείο όπου έλαβαν χώρα τα περιστατικά που γιορτάζει το εργατικό κίνημα παγκοσμίως με τη μεγαλύτερη γιορτή του, την Εργατική Πρωτομαγιά. Στην πλατεία Χεϊμάρκετ δεν βρήκε τίποτα. Κανένα ίχνος των γεγονότων, καμία σύνδεση με την ιστορική μνήμη, σαν να εξαλείφθηκαν από την ιστορία. Όπως έγραψε στο βιβλίο του «The Book of Embraces»:
Η Πρωτομαγιά είναι σαν οποιαδήποτε άλλη μέρα. Οι άνθρωποι δουλεύουν κανονικά και κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν θυμάται ότι τα δικαιώματα της εργατικής τάξης δεν ξεπήδησαν αυτούσια από το κέρας μιας κατσίκας, ή από το χέρι του θεού ή του αφεντικού.
(Υπο)δομώντας το σύστημα
Οι δεκαετίες από το 1860 έως το 1890 υπήρξαν ιδιαίτερα ταραγμένες στις ΗΠΑ. Απεργίες είχαν ξεσπάσει σε όλη τη χώρα, με επίκεντρο τους σιδηροδρόμους. Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου στη χώρα ήταν εκρηκτική. Μεγάλες εταιρείες επιδοτούνταν γενναία από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μέσω ομολογιών προκειμένου να ολοκληρώσουν αυτό το τεράστιο έργο υποδομής, αναγκαίο για τη διασύνδεση της τεράστιας χώρας και την ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Σύγχρονες οικονομικές αυτοκρατορίες όπως των οικογενειών Μόργκαν, Κάρνεγκι και Ροκφέλερ από εκείνη ακριβώς την εποχή έλκουν τη θεμελίωσή τους στην καρδιά του «αμερικάνικου ονείρου» με επενδύσεις και μονοπώλια σε κλάδους όπως η χαλυβουργία, τα διυλιστήρια και ο τηλέγραφος.
Η δουλειά στους σιδηροδρόμους ήταν σκληρή και επικίνδυνη, τόσο κατά τη θεμελίωση του δικτύου όσο και κατά την καθημερινή του λειτουργία. Τα μονοπώλια των εταιρειών της εποχής ανακάλυπταν νέους τρόπους για να απομυζούν όλο και πιο αποτελεσματικά την εργατική δύναμη των εκατομμυρίων εργατών από τις ΗΠΑ αλλά και από κάθε γωνιά της Ευρώπης και της Κίνας.
Για παράδειγμα, λόγο άγριας απεργίας αποτέλεσαν τα τρένα με διπλές ατμομηχανές και διπλάσιο αριθμό βαγονιών, που σήμαιναν μισά μεροκάματα και μεγαλύτερο κίνδυνο ατυχήματος. Απεργίες σημειώνονταν σε ανθρακωρυχεία, μεταλλωρυχεία, σιδερωτήρια, κλωστοϋφαντουργίες κ.λπ. Τα αφεντικά από την άλλη αντεπιτίθεντο με απολύσεις, λοκάουτ, απειλές, μαύρες λίστες, απεργοσπάστες, υποδαύλιση των εθνικών διαφορών των εργατών και ένοπλη βία -είτε από την επίσημη αστυνομία είτε από ιδιωτικούς στρατούς μπράβων (αυτό όμως είναι θέμα για άλλο άρθρο)-, ενώ οι πολιτειακοί κυβερνήτες στήριζαν με την εθνοφρουρά και την κήρυξη στρατιωτικού νόμου.
Η επιβίωση αυτού του μοντέρνου και αχαλίνωτου καπιταλιστικού μοντέλου δεν μπορούσε να στηριχτεί αποκλειστικά στη βία και την επιβολή· κάποιοι έπρεπε να διαβεβαιώσουν τον πληθυσμό ότι τα πράγματα πήγαιναν καλά, ότι αυτό ήταν η πρόοδος. Εκκλησίες, σχολεία και λαϊκά αναγνώσματα δίδασκαν ότι ο πλούτος είναι σημάδι ανωτερότητας ενώ η φτώχεια αποτυχίας. Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι ο βαπτιστής ιερέας και δικηγόρος Ράσελ Κόνγουελ (1843-1925) έδωσε τη διάλεξη με τίτλο «Εκτάρια με διαμάντια» 6.152 φορές στη ζωή του: σ’ αυτήν υποστήριζε ότι οι πλούσιοι είναι πλούσιοι λόγω της εντιμότητάς τους, ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή τιμωρούνται από τον θεό και ότι ο καθένας μπορούσε να καρπωθεί τα «διαμάντια» αν ήταν τυχερός και εργατικός. Οι καπιταλιστές παράλληλα έκαναν δωρεές για κοινωφελείς σκοπούς και ίδρυαν εκπαιδευτικά ιδρύματα. Τα πασίγνωστα και σήμερα πανεπιστήμια Βάντερμπιλτ, Τζονς Χόπκινς, Κορνέλ, Στάνφορντ και Ντιουκ ιδρύθηκαν από τους ομώνυμους μεγιστάνες της περιόδου για να εκπαιδεύσουν τους νέους αστούς στο πνεύμα της εποχής.
Από την άλλη μεριά, η τάξη των εργατών έκανε κι εκείνη τα δικά της βήματα προς την οργάνωση, μέσα από εργατικές οργανώσεις με ρίζες σε μυστικές εταιρείες, όπως οι Molly Maguires ή οι Ιππότες της Εργασίας (1869), μέσα από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (1877) και μέσα από κοινωνικές επαναστατικές λέσχες. Συνέλευση αναρχικών στο Πίτσμπεργκ το 1883 διακήρυττε μέσα από το μανιφέστο της: «[…] οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ελπίζουν στη βοήθεια κανενός καπιταλιστικού κόμματος στον αγώνα που διεξάγουν κατά του συστήματος. Πρέπει να πετύχουν την απελευθέρωσή τους στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Όπως παλαιότερα η προνομιούχος τάξη δεν παρέδιδε την τυραννική εξουσία της, έτσι δεν μπορούμε και να περιμένουμε ότι οι καπιταλιστές της εποχής μας θα παραδώσουν την εξουσία τους, αν δεν αναγκαστούν να το κάνουν…», κάνοντας παράλληλα μνεία στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο»: «Εργάτες των λαών, ενωθείτε!».
Από την άλλη μεριά, η τάξη των εργατών έκανε κι εκείνη τα δικά της βήματα προς την οργάνωση, μέσα από εργατικές οργανώσεις με ρίζες σε μυστικές εταιρείες, όπως οι Molly Maguires ή οι Ιππότες της Εργασίας (1869), μέσα από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (1877) και μέσα από κοινωνικές επαναστατικές λέσχες. Συνέλευση αναρχικών στο Πίτσμπεργκ το 1883 διακήρυττε μέσα από το μανιφέστο της: «[…] οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να ελπίζουν στη βοήθεια κανενός καπιταλιστικού κόμματος στον αγώνα που διεξάγουν κατά του συστήματος. Πρέπει να πετύχουν την απελευθέρωσή τους στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις. Όπως παλαιότερα η προνομιούχος τάξη δεν παρέδιδε την τυραννική εξουσία της, έτσι δεν μπορούμε και να περιμένουμε ότι οι καπιταλιστές της εποχής μας θα παραδώσουν την εξουσία τους, αν δεν αναγκαστούν να το κάνουν…», κάνοντας παράλληλα μνεία στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο»: «Εργάτες των λαών, ενωθείτε!».
Και εγένετο Εργατική Πρωτομαγιά
Το αίτημα του οκταώρου μέσα από αυτό το κίνημα γεννήθηκε, για να εκφράσει τους εργάτες σε όλο τον κόσμο και να φτάσει να συγκροτεί μαζί με άλλα αντίστοιχα τον πυρήνα των εργασιακών κεκτημένων. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβρη του 1884 η νεοσύστατη τότε Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελμάτων και Εργατικών Ενώσεων είχε ορίσει την 1η Μάη 1886 ως την ημέρα που θα εφαρμοζόταν το οκτάωρο εργασίας. Οι εκτιμήσεις για τη συμμετοχή στην πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά κυμαίνονται από 300.000 έως 1 εκατομμύριο απεργούς σε ολόκληρες τις ΗΠΑ.
Στις 3 Μαΐου μια αστυνομική δύναμη 400 αντρών άνοιξε πυρ ενάντια στους απεργούς έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ που διεκδικούσαν το οκτάωρο, με απολογισμό τουλάχιστον δύο νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, την ώρα που στο βήμα βρισκόταν ο Αύγουστος Σπάις, εκδότης της αναρχικής εφημερίδας «Arbeiter Zeitung». Μία μέρα μετά,στις 4 Μαΐου 1886, πραγματοποιήθηκε ειρηνική εργατική διαδήλωση στην πλατεία Χεϊμάρκετ του Σικάγου. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγκεντρώθηκαν γύρω στους 3.000 διαδηλωτές. Λίγο προτού ολοκληρωθεί, και ενώ από την εξέδρα έβγαζε λόγο ο τελευταίος ομιλητής Σάμουελ Φίλντενκαι ο κόσμος είχε αραιώσει, οι σχεδόν διακόσιοι αστυνομικοί που παρακολουθούσαν από την αρχή πλησίασαν σε παράταξη και διέταξαν να τερματιστεί η συγκέντρωση.
Το μακελειό της πλατείας Χεϊμάρκετ και η ακόλουθη δίκη
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιος από το πλήθος πέταξε μια αυτοσχέδια βόμβα προς την επελαύνουσα αστυνομική δύναμη. Η βόμβα εξερράγη, σκοτώνοντας επιτόπου έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους(σύμφωνα με μαρτυρίες, μεγάλο μέρος των τραυματισμών αστυνομικών οφειλόταν σε φίλια πυρά). Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ στο πλήθος, σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και τραυματίζοντας περίπου διακόσιους.
Όπως θα συνέβαινε ξανά στο Σικάγο 82 χρόνια μετά,το 1968, στο πλαίσιο των συγκεντρώσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ λόγω του συνεδρίου του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ που διεξαγόταν εκεί, οι αρχές συνέλαβαν και δίκασαν οκτώ πρωτεργάτες του κινήματος χωρίς κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση (η γνωστή «δίκη των 7 του Σικάγου»). Οι οκτώ αναρχικοί ήταν οι Αύγουστος Σπάις, Γκέοργκ Ένγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς. Από αυτούς, μόνο τρεις είχαν συμμετάσχει στη διαδήλωση, οι Σπάις, Φίλντεν και Πάρσονς, ως ομιλητές μάλιστα. Τις επόμενες μέρες ο Τύπος έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση κλίματος εναντίον των συλληφθέντων και συνολικά εναντίον των αναρχικών. Η εφημερίδα «Chicago Tribune» έγραφε: «Η αστυνομία πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα τους συλληφθέντες αναρχικούς.Ο νόμος της πολιτείας είναι τόσο σαφής σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή σε εγκλήματα ώστε οι δίκες τους θα είναι πολύ σύντομες», ενώ οι «New York Times» περιέγραψαν το γεγονός ως τον «αιματηρό καρπό των απαίσιων διδαχών των αναρχικών». Η συναίνεση που διαμορφώθηκε στα πάνω στρώματα της κοινωνίας όριζε πως ο αναρχικός ριζοσπαστισμός έπρεπε να παταχθεί.
Στη δίκη αποκλείστηκαν εξαρχής από το σώμα των ενόρκων συνδικαλιστές και όσοι εξέφραζαν συμπάθεια στον σοσιαλισμό. Πολλοί μάρτυρες κατέθεσαν ότι κανείς από τους οκτώ δεν θα μπορούσε να έχει πετάξει τη βόμβα. Οπότε «εύλογα» η κατηγορία διαμορφώθηκε σε συνωμοσία για διάπραξη φόνου. Παράλληλα υπήρξαν μάρτυρες που αναγνώρισαν τον υποτιθέμενο αναρχικό Ρούντολφ Σνάουμπελτ ως τον φυσικό αυτουργό της επίθεσης, ο οποίος ενώ αρχικά συνελήφθη, στη συνέχεια διέφυγε. Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό Χάουαρντ Ζιν, προέκυψαν στοιχεία ότι ο Σνάουμπελτ είχε προσληφθεί ως προβοκάτορας. Επίσης κατά τη διάρκεια της δίκης ο αδερφός του Πάρσονς κατέθεσε ότι το πρακτορείο ιδιωτικών αστυνομικών Πίνκερτονσχετιζόταν με τη βόμβα.
Η ετυμηγορία των ενόρκων στις 20 Αυγούστου ήταν καταδικαστική και για τους οκτώ κατηγορούμενους και η ποινή ήταν θανατική καταδίκη για τους επτά και 15 χρόνια φυλάκιση για τον Νίμπι. Οι αιτήσεις χάριτος δεν έγιναν δεκτές. Οι συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν διεθνώς με αίτημα την απονομή χάριτος, με συμμετοχή και γνωστών προσωπικοτήτων όπως ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο και ο Όσκαρ Ουάιλντ, δεν βρήκαν ανταπόκριση. Χαρακτηριστικά, ο Σο είχε δηλώσει: «Αν ο κόσμος πρέπει να στερηθεί οκτώ ανθρώπους, τότε θα ήταν καλύτερα να στερηθεί τα οκτώ μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ιλινόις».
Ένα χρόνο μετά τη δίκη, 11 Νοεμβρίου 1887, τέσσερις από τους καταδικασθέντες –οι Πάρσονς, Σπάις, Φίσερ και Ένγκελ -οδηγήθηκαν στην αγχόνη. Ο Λινγκ είχε αυτοκτονήσει την προηγούμενη μέρα ανάβοντας ένα μασούρι δυναμίτη στο στόμα του. Πάνω στο ικρίωμα οι μελλοθάνατοι τραγούδησαν τη «Μασσαλιώτιδα» προτού ο Σπάις φωνάξει: «Θα έρθει ο καιρός που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που καταπνίγετε σήμερα».
Έξι χρόνια μετά, ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις 60.000 κατοίκων του Ιλινόις που κατήγγελλαν τη δίκη, ο νέος κυβερνήτης Τζον Πίτερ Άλγκελντ αφότου διεξήγαγε έρευνα έδωσε χάρη στους υπόλοιπους τρεις φυλακισμένους. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι και οι οκτώ ήταν αθώοι και ότι πραγματική αιτία για το μακελειό της πλατείας Χεϊμάρκετ στάθηκε η αποτυχία της πόλης του Σικάγου να αποδώσει ευθύνες στους φρουρούς των Πίνκερτον που είχαν πυροβολήσει εργάτες. Η απονομή χάριτος τερμάτισε την πολιτική του σταδιοδρομία.
Από το 1886 στο αντιπολεμικό κίνημα
Σε ανάμνηση του μακελειού της 4ης Μαΐου το αμερικανικό κράτος έστησε στην πλατεία το άγαλμα ενός αστυνομικού. Το μνημείο έγινε στόχος των διαδηλωτών στις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις του Σικάγου το 1968, στην 82η επέτειο από τη διαδήλωση, οι οποίοι έκριναν ότι το μαύρο χρώμα τού ταίριαζε περισσότερο. Την επόμενη χρονιά, σε μια εξόχως συμβολική κίνηση, το μνημείο ανατινάχθηκε από βόμβα και την ευθύνη ανέλαβε η οργάνωση των Weathermen. Το μνημείο επανατοποθετήθηκε λίγους μήνες αργότερα, μόνο για να το ανατινάξουν πάλι οι Weathermen ακριβώς ένα χρόνο μετά την πρώτη ανατίναξη. Τελικά το άγαλμα του αστυνομικού κατέληξε επιτέλους σε μια θέση που του αρμόζει, έξω από το αρχηγείο της αστυνομίας του Σικάγου.
Στο τέλος της ιστορίας με την οποία ξεκινήσαμε ο Γκαλεάνο επισκέφτηκε ένα βιβλιοπωλείο στοΣικάγο, στο οποίο ανακάλυψε μια αφίσα με ένα αφρικάνικο ρητό να τον περιμένει: «Μέχρι τα λιοντάρια να αποκτήσουν τους δικούς τους ιστορικούς, οι κυνηγετικές ιστορίες θα δοξάζουν τον κυνηγό».
Σε ανάμνηση του μακελειού της 4ης Μαΐου το αμερικανικό κράτος έστησε στην πλατεία το άγαλμα ενός αστυνομικού. Το μνημείο έγινε στόχος των διαδηλωτών στις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις του Σικάγου το 1968, στην 82η επέτειο από τη διαδήλωση, οι οποίοι έκριναν ότι το μαύρο χρώμα τού ταίριαζε περισσότερο. Την επόμενη χρονιά, σε μια εξόχως συμβολική κίνηση, το μνημείο ανατινάχθηκε από βόμβα και την ευθύνη ανέλαβε η οργάνωση των Weathermen. Το μνημείο επανατοποθετήθηκε λίγους μήνες αργότερα, μόνο για να το ανατινάξουν πάλι οι Weathermen ακριβώς ένα χρόνο μετά την πρώτη ανατίναξη. Τελικά το άγαλμα του αστυνομικού κατέληξε επιτέλους σε μια θέση που του αρμόζει, έξω από το αρχηγείο της αστυνομίας του Σικάγου.
Στο τέλος της ιστορίας με την οποία ξεκινήσαμε ο Γκαλεάνο επισκέφτηκε ένα βιβλιοπωλείο στοΣικάγο, στο οποίο ανακάλυψε μια αφίσα με ένα αφρικάνικο ρητό να τον περιμένει: «Μέχρι τα λιοντάρια να αποκτήσουν τους δικούς τους ιστορικούς, οι κυνηγετικές ιστορίες θα δοξάζουν τον κυνηγό».
Εικονογράφηση: Mike Alewitz
****
Η έμπνευση για το άρθρο προήλθε από την «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» του Χάουαρντ Ζιν, Εκδόσεις Αιώρα, 2008
****
Η έμπνευση για το άρθρο προήλθε από την «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών» του Χάουαρντ Ζιν, Εκδόσεις Αιώρα, 2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου