των Σάββα Γ.Ρομπόλη και Βασίλειου Μπέτση
Πώς ανατράπηκε η δημογραφική εικόνα της χώρας στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης. Η συμμετοχή των εργαζομένων στη «μοιρασιά» του εθνικού προϊόντος. Γράφουν οι Σάββας Ρομπόλης και Βασίλειος Μπέτσης.Δημοσιεύθηκε: 13 Μαΐου 2024 –
Ο Δείκτης Ολικής Γονιμότητας εκφράζει τον αριθμό των παιδιών που γεννιούνται ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Το 2022 ο συγκεκριμένος δείκτης στην Ελλάδα παρουσίασε μεγάλη μείωση. Από 1,43 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας σε 1,32 παιδιά.
Κατά το ίδιο έτος (2022) ο αριθμός των γεννήσεων παρουσίασε μείωση κατά 12%, από 85.346 γεννήσεις το 2021 σε 75.921 γεννήσεις το 2022. Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ ο δείκτης ολικής γονιμότητας το 2022 ήταν περίπου ίδιος με αυτόν του 2015, οι γεννήσεις ήταν μόλις 75.921, ενώ το 2015 ήταν 91.847 γεννήσεις.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πληθυσμός των γυναικών σε ηλικία γονιμότητας μειώθηκε σημαντικά από το 2015 και μετά. Αυτό δείχνει ότι ακόμη κι εάν ο συντελεστής γονιμότητας αυξηθεί ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Τα αποτελέσματα της αύξησης του συντελεστή γονιμότητας το 2022, όμως, θα αρχίσουν να φαίνονται μετά από 30 χρόνια επιβραδύνοντας την μείωση του πληθυσμού στην χώρα μας, ο οποίος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Europop 2023) προβλέπεται ότι θα περιοριστεί στo επίπεδο των 7,8 εκατ. κατοίκων μέχρι το 2070. Ιστορικά, ο δείκτης γονιμότητας από το 1960 μέχρι και το 1981 ήταν πάνω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας, όπου είναι το θεωρητικό όριο για την αναπλήρωση των γενεών (Διάγραμμα 1).
Γονιμότητα και οικονομική κρίση
Από το 1982 ο δείκτης γονιμότητας μειώθηκε κάτω από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας και συνεχίστηκε η πτωτική του πορεία μέχρι το 1999 όπου έφτασε στο χαμηλότερο σημείο (1,23 παιδιά) ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας. Σε αυτό το χρονικό διάστημα η μέση τιμή του δείκτη ολικής γονιμότητας ήταν 1,48 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία. Από το 2000 και μετά άρχισε μια συνεχής άνοδος μέχρι το 2009 όπου έφτασε στο επίπεδο των 1,5 παιδιών ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας.
Η άνοδος αυτή ανακόπηκε το 2010 με την οικονομική κρίση και την εσωτερική υποτίμηση που επιβλήθηκε από τις ασκούμενες πολιτικές των μνημονίων.
Από πρόσφατη έρευνα (Διανέοσις, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Απρίλιος 2024) οι νέοι απάντησαν κατά 80,2% ότι ο σημαντικότερος λόγος που κάποια ζευγάρια αναβάλλουν ή αποφεύγουν να αποκτήσουν ένα ή περισσότερα παιδιά είναι οι οικονομικές δυσκολίες και η οικονομική ανασφάλεια. Η απάντηση αυτή των νέων ζευγαριών επιβεβαιώνει την άποψη ότι η οικονομική κρίση και η εσωτερική υποτίμηση στην Ελλάδα με την μείωση κατά 27% των εισοδημάτων των εργαζομένων (ο μέσος ετήσιος μισθός μειώθηκε από τα 21.595 ευρώ (1.542 ευρώ το μήνα μεικτά) το 2009 σε 15.800 ευρώ (1.128 ευρώ το μήνα μεικτά) το 2018- Eurostat) προκάλεσαν, μεταξύ άλλων, τις πιο σοβαρές κοινωνικο-οικονομικές συνέπειες που γνώρισε η ελληνική οικονομία και κοινωνία κατά την μεταπολιτευτική περίοδο.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η σημαντική μείωση των γεννήσεων κατά την περίοδο 2009 – 2022 (Διάγραμμα 2) δεν οφείλεται αποκλειστικά στη μείωση του δείκτη γονιμότητας που παρατηρήθηκε από το 1982 και μετά δεδομένου ότι η Eurostat το 2009, πριν την χρεοκοπία της χώρας μας, στις δημογραφικές προβολές που είχε πραγματοποιήσει προέβλεπε ότι οι γεννήσεις την ίδια περίοδο (2009 – 2022) θα ήταν πάνω από 100.000 και ο πληθυσμός της χώρας μας το 2060 θα ήταν 11,1 εκατ. κάτοικοι.
Διάγραμμα 2
Έτσι η Eurostat σε εκείνες τις δημογραφικές προβολές (2009), είχε λάβει υπόψη την μειωμένη γεννητικότητα της περιόδου 1982 – 1999. Όμως αυτό το οποίο δεν μπορούσε να προβλέψει ήταν η χρεοκοπία της χώρας μας και οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις που είχαν οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές, οι οποίες οδήγησαν, μεταξύ άλλων, 500.000 νέους στην μετανάστευση σε άλλες χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου