Παραφράζοντας τον Σαρλ Ντε Γκωλ που είχε πει για τους Γάλλους: “Πώς είναι δυνατό να κυβερνήσει κανείς ένα έθνος που έχει 246 είδη τυριού;”, θα λέγαμε για τους Έλληνες: “Πως είναι δυνατό να κυβερνήσει κανείς ένα έθνος που έχει 246 είδη Μητσοτάκηδων στο βαθύ κράτος;”
Η «οικογένεια» ουδέποτε έγινε συνομιλητής της ιστορίας και ουδέποτε κάποιο επιφανές μέλος της, σε κάποια περίοδο, συνέγραψε έστω και μια αράδα ιστορίας, ως θετικός διαμορφωτής της. Αντίθετα -συχνά πυκνά- κάποιος Μητσοτάκης γίνεται αρνητικός πρωταγωνιστής, γεννώντας και όχι επιλύοντας προβλήματα εθνικού χαρακτήρα, και συχνότερα γίνεται διαστρεβλωτής της (ασύμφορης γι’ αυτούς) ιστορικής πραγματικότητας.
Αν το καυτό καλοκαίρι του 1965 (με τα Ιουλιανά και την Αποστασία που οδήγησαν στην Χούντα) φαντάζει για κάποιους κάπως μακρινό, τα έτη 1991 έως 1993 -με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Υπουργό των Εξωτερικών (μέχρι 13/4/1992) τον Αντώνη Σαμαρά που διόγκωσαν το «Μακεδονικό ζήτημα» και το παράτησαν άλυτο για δυόμιση δεκαετίες- ήταν μια συνεχής αιμάσσουσα πληγή που επουλώθηκε ειρηνικά και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τον Αλέξη Τσίπρα με Υπουργό των Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά.
Να θυμηθούμε ότι μετά την διάλυση της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας προέκυψε η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και που στη συνέχεια -το 1991- με πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κίρο Γκλιγκόροφ μετονομάστηκε απλά σε «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Ακολούθως το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της (τότε) Ευρωπαϊκής Κοινότητας αποφάσισε ότι αυτή η Δημοκρατία αν επιθυμεί την αναγνώριση της οφείλει να δώσει εγγυήσεις “ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι σε γειτονικό κράτος-μέλος της Κοινότητας και ότι δεν θα μετέρχεται εχθρικής προπαγάνδας περιλαμβανομένης και της χρήσης ονομασίας, η οποία υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις”.
Η σύνθετη ονομασία με την παροχή εγγυήσεων, όπως γίνεται φανερό, ουδόλως είχε αποκλειστεί, πρώτα από τον Σαμαρά (που ψήφισε την απόφαση στο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Κ.) και ύστερα από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Άλλωστε είναι γνωστή η φράση του τότε πρωθυπουργού: “Μετά από δέκα χρόνια κανείς δεν θα θυμάται τη Μακεδονία.”
Όμως στις κυβερνητικές θητείες της Δεξιάς παράταξης (και περισσότερο της οικογένειας Μητσοτάκη) το κομματικό συμφέρον ήταν πάντα υπέρτερο του αντίστοιχου εθνικού συμφέροντος.
Έτσι και τότε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για να αποτρέψει την αναγνώριση της νέας ανεξάρτητης χώρας με το όνομα «Μακεδονία» από την Ιταλία και τη Γερμανία εξήγησε ότι υπαναχώρησε από την αρχική του θέση περί σύνθετης ονομασίας (και μετατράπηκε σε σκληρό Μαξιμαλιστή) διότι διαφορετικά η κυβέρνησή του -με την υπογραφή τέτοιας Συμφωνίας- την επομένη κινδύνευε με πτώση.
Το πρόβλημα παρέμεινε άλυτο και διαρκώς εντεινόμενο -με τεράστιες επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα, κυρίως γεωπολιτικά και οικονομικά- μέχρι τον Ιούνιο του 2018 που ο Αλέξης Τσίπρας πέτυχε την μόνη μετά τον πόλεμο Ειρηνική Διεθνή Συμφωνία, χάνοντας σε κυβερνητικό και προσωπικό επίπεδο.
Όμως ένας άλλος Μητσοτάκης, ο Κυριάκος, ως σκιώδης πρωθυπουργός, με σύσσωμο τον Χρυσαυγιτισμό σκορπούσε απειλές, εθνικό διχασμό και μαύρες σκιές εθνικοπατριωτισμού, κερδίζοντας την πρωθυπουργία.
Ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει δικαίωμα να παραγράφει το όνομα του Αλέξη Τσίπρα αναφερόμενος στην Συμφωνία, δεν έχει όμως το δικαίωμα να προτρέπει τον Μητσοτάκη:
“Εάν είναι κακή η συμφωνία βάλε την περικεφαλαία σου και φέρε άλλη συμφωνία”.
Γιατί (χωρίς πόλεμο) ΔΕΝ αλλάζει.
“Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας”. Εμμανουήλ Ροΐδης, Έλληνας Λογοτέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου