Αυτό που επιχειρείται να καταδειχθεί σε τούτο το άρθρο είναι ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απ’ όταν ξέκοψαν από τον μαρξισμό έγιναν υπηρέτες της κυρίαρχης αστικής τάξης πραγμάτων και τελευταία έχουν ταυτιστεί πολιτικά με τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα.
του Γιώργου Ρούση
Ομότιμου καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας
Κατιούσα
Κατιούσα
Αυτό που επιχειρείται να καταδειχθεί σε τούτο το άρθρο είναι ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απ’ όταν ξέκοψαν από τον μαρξισμό έγιναν υπηρέτες της κυρίαρχης αστικής τάξης πραγμάτων και τελευταία έχουν ταυτιστεί πολιτικά με τα παραδοσιακά συντηρητικά κόμματα.
Μάλιστα, η συμβολή τους στην υπηρεσία της αστικής εξουσίας είναι ακόμη πιο αποτελεσματική από εκείνη των άλλων αστικών κομμάτων, διότι με το αριστερό προσωπείο τους συμβάλλουν πιότερο στην ευρεία συναινετική αποδοχή αυτής της εξουσίας.
Ιστορικά η σοσιαλδημοκρατία, η οποία και ξεκίνησε ως ιδεολογικό ρεύμα στη βάση του μαρξισμού, αποκόπηκε και αντιτάχθηκε σε αυτόν σε τρία πεδία.
Στο επίπεδο της φιλοσοφίας αυτό συντελέστηκε με την νεοκαντιανή στροφή της, η οποία και σήμαινε την άρνηση του ιστορικού υλισμού και της διαλεκτικής του μαρξισμού.
Στο επίπεδο της οικονομίας είχαμε να κάνουμε με την άρνηση της μαρξικής θεωρίας της υπεραξίας η οποία και εμφανιζόταν σαν ξεπερασμένη, μιας και ο καπιταλισμός με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων την οποία επέφερε και το πέρασμα στις μετοχικές εταιρείες, κατόρθωσε να εξυπηρετεί παράλληλα τόσο τα συμφέροντα του κεφαλαίου όσο και εκείνα των εργαζομένων.
Τέλος, στο πολιτικό πεδίο είναι κάτω από αυτήν την οπτική γωνία των κοινών συμφερόντων κεφαλαίου και εργασίας, που η σοσιαλδημοκρατία οδηγείται, στην άρνηση της αναγκαιότητας της επανάστασης για να ξεπεραστούν οι μεταξύ τους ταξικές αντιθέσεις και αρκείται σε μεταρρυθμιστικές κινήσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού, οι οποίες από μόνες ειρηνικά, μέσω του αστικοκοινοβουλευτικού δρόμου, θα οδηγούσαν στον σοσιαλισμό1.
Ομως όπως επεσήμανε ο Μαρξ, το να διατείνεται κάποιος ότι τα συμφέροντα του κεφαλαίου και εκείνα των εργαζομένων είναι κοινά «αυτό σημαίνει μόνον ότι το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία είναι οι δυο πτυχές της ίδιας σχέσης. Η μία είναι η συνέπεια της άλλης, και όπως ο τοκογλύφος με τον δανειολήπτη αλληλοεξαρτώνται αμοιβαία.
Οσο ο μισθωτός εργάτης είναι μισθωτός εργάτης η τύχη του εξαρτάται από το κεφάλαιο. Αυτή είναι η τόσο εκθειασμένη κοινότητα συμφερόντων του εργάτη και του καπιταλιστή»2.
Οπως λοιπόν υπογράμμιζε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία και δολοφονήθηκε από τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, αυτοί εκείνο που «επιδιώκουν είναι να πιστέψει ο κόσμος ότι η επανάσταση έχει ήδη διεκπεραιωθεί και ότι οι βασικοί της στόχοι έχουν επιτευχθεί.
Και αυτό για να φρενάρουν την πρόοδο της επανάστασης, και να διασώσουν την αστική ιδιοκτησία και την καπιταλιστική εκμετάλλευση3.
Ετσι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε όλο τον κόσμο μετατράπηκαν σε:
∎ συμπληρωματική πολιτική δύναμη των αστικών κομμάτων για τη διαχείριση του καπιταλισμού,Εξ ου και κατά Λένιν, είναι καλύτεροι υπερασπιστές της αστικής τάξης απ’ ό,τι οι ίδιοι οι αστοί. Μάλιστα, σήμερα έχει ταυτιστεί διεθνώς, πλήρως με τις πιο αντιδραστικές, ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
∎ στην πολιτική εκείνη δύναμη που συμπορεύτηκε μαζί τους σε όλες τις κρίσιμες καμπές της ιστορίας,
∎ εκείνη που βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος στον φασισμό,
∎ στο κύριο ανάχωμα της ταξικής πάλης,
∎ και, τέλος, στη δύναμη εκείνη που συνέβαλε πιότερο απ’ όλες στη συναινετική αποδοχή του καπιταλισμού, δίχως ποτέ και πουθενά να κάνει το παραμικρό βήμα προς τον σοσιαλισμό.
Ετσι, όχι μόνο δεν αποτελεί εναλλακτική απέναντι στη δεξιά που λέει το όνομά της αλλά την άλλη όψη του ίδιου με αυτήν νομίσματος.
Από τη δεκαετία του ’60 η δυτική σοσιαλδημοκρατία φαίνεται ότι περάτωσε την αντιμαρξική εξέλιξή της που ξεκίνησε τον 19ο αιώνα με τον Bernstein και τον Millerand, απέβαλε πλήρως την ουσία της μαρξικής σκέψης και έπαψε να εμφανίζεται σαν μια ταξική θεωρία4.
Ετσι, το 1959, στο Συνέδριο του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος SPD, το οποίο ήταν η κύρια πηγή της σοσιαλδημοκρατίας και μέσω του ιδρύματος Heberd o βασικός χρηματοδότης της διεθνώς, εγκαταλείπεται κάθε αναφορά στην ταξική πάλη, στις εθνικοποιήσεις και στον ταξικό χαρακτήρα του κράτους5.
Το περιοδικό του γερμανικού κεφαλαίου «Capital» στο τεύχος του του Δεκέμβρη του 1977 έγραφε: «Κανένας καγκελάριος της Γερμανίας από το 1949 δεν είχε τόσο στενές και συχνές προσωπικές επαφές – σχέσεις με ένα τόσο μεγάλο αριθμό βιομηχάνων και τραπεζιτών όσο σήμερα ο Helmut Schmidt, αντιπρόεδρος του SPD, κόμματος των εργαζομένων»6.
Και συμπλήρωνε: Μπροστά στην κρίση τέλος για τους εργαζόμενους οι διεκδικήσεις, όλος ο κόσμος θα πρέπει να συγκρατηθεί7.
Ηδη το πρόγραμμα της Ερφούρτης του 1891, το οποίο ανέλαβε να συντάξει ο Kautsky, άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας ρεφορμιστικής δράσης από την οποία θα μπορούσε να προκύψει η βαθμιαία βελτίωση της θέσης των εργαζομένων8.
Και αυτή η αντιδραστική εξέλιξη κορυφώθηκε στις 15 του Γενάρη του 1919, οπότε και δολοφονούνται οι ηγέτες του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Υπεύθυνοι για τη δολοφονία τους και για το πνίξιμο στο αίμα της εργατικής επανάστασης που θα άλλαζε τη μοίρα του κόσμου ολάκερου είναι η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και προσωπικά ο καγκελάριος Φρίντριχ Εμπερτ και ο υπουργός Στρατιωτικών Γκούσταβ Νόσκε, ο οποίος και αυτοχαρακτηρίστηκε για αυτόν τον ρόλο του «αιματοβαμμένο σκυλί».
Και αυτά σε συμμαχία με τμήματα του στρατού του καϊζερικού στρατάρχη Χίντεμπουργκ, ο οποίος δεκατρία χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, θα παραδώσει την εξουσία στον Χίτλερ.
Αλλά και εκτός από τη Γερμανία η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων κάθε άλλο παρά προοδευτική και φιλολαϊκή ήταν.
Ενδεικτικά θυμίζω τη στάση αυτών των κομμάτων την περίοδο του Εμφυλίου στην Ισπανία, οπότε και ο Λέων Μπλουμ με πρόσχημα την «αρχή της μη επέμβασης» αρνήθηκε να παράσχει την οποιαδήποτε βοήθεια στους δημοκρατικούς9.
Τη στάση τους ενάντια στα απελευθερωτικά κινήματα των χωρών του τρίτου κόσμου.
Το ότι ο Βέλγος σοσιαλδημοκράτης Ηenri Spaak υπήρξε γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ το 1957 – 1961 και φανατικός αρνητής διάλυσης των στρατιωτικών συνασπισμών ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το ότι όπου κυβέρνησαν, είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με άλλες αστικές δυνάμεις, όχι μόνο δεν έγινε ούτε ένα ελάχιστο βήμα προς τον σοσιαλισμό (πράγμα που σημαίνει ότι η αρχή τους «η κίνηση είναι το παν», στην πράξη σήμαινε κίνηση σημειωτόν), αλλά υπηρέτησαν το κεφάλαιο πιο αποτελεσματικά από τα αστικά κόμματα.
Το ότι αντί να προωθούν την εν δυνάμει επαναστατική συνείδηση των εργαζομένων, έκαναν και κάνουν τα πάντα για να την μπλοκάρουν, συμβάλλοντας έτσι στη συναινετική αποδοχή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Και, τέλος, θυμίζω ότι στην κυβέρνηση Τσόρτσιλ, ο οποίος σε συνεργασία με τους Χίτες και τον κεντρώο Παπατζή ματοκύλισε την Ελλάδα, συμμετείχαν και οι Εργατικοί.
Ακόμη και σ’ εκείνες τις περιπτώσεις όπως στη Χιλή που σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία με εκλογές, δεν «τσάκισαν» την αστική κρατική μηχανή, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εδραίωση του σοσιαλισμού και το πέρασμα στην ανώτερη φάση του, με όλες τις γνωστές αρνητικές συνέπειες.
Αξίζει να επισημανθεί ότι παρ’ όλα αυτά, Σοβιετικοί θεωρητικοί, στα πλαίσια της «ειρηνικής συνύπαρξης» σοσιαλισμού και καπιταλισμού, όχι μόνο υποστήριζαν τη συνεργασία των κομμουνιστικών κομμάτων με τα ρεφορμιστικά, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και την συμμετοχή τους σε αστικές κυβερνήσεις, αλλά έφθαναν στο σημείο να αντιμετωπίζουν θετικά το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα και πιο συγκεκριμένα τον ιστορικό συμβιβασμό στην Ιταλία και τον γαλλικό σοσιαλισμό στη Γαλλία.
Σε τρία σχετικά βιβλία των Σοβιετικών συγγραφέων, τα οποία είχαν εκδώσει και μεταφράσει οι σοβιετικές εκδόσεις «Progress» και εκείνες του σοβιετικού πρακτορείου Τύπου «Νovosti» τη δεκαετία του ’70, το διά ταύτα ήταν ότι κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες θα πρέπει να «βαδίζουν χέρι χέρι» και να επιδιώκουν να κυβερνήσουν μαζί και με άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
Και στα τρία αυτά βιβλία λέξη περί αναγκαιότητας της σοσιαλιστικής επανάστασης, λέξη περί δικτατορίας του προλεταριάτου, και αναφορά στη δημοκρατία γενικώς και αορίστως.
Οπερ και σημαίνει ο ρεφορμισμός σε όλο του το μεγαλείο, κάτι που σαφώς είχε επηρεάσει και το δικό μας κόμμα, όταν ακόμη υποστήριζε τη συνεργασία των δημοκρατικών δυνάμεων και δη τη συνεργασία με το Κέντρο και τους κατ’ εμέ δεξιούς με αριστερό προσωπείο σοσιαλδημοκράτες.
Αναφέρω χαρακτηριστικά ορισμένα αποσπάσματα από αυτά τα βιβλία: «Η ανάλυση της σημερινής κατάστασης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών μάς επιτρέπει να διακρίνουμε δύο βασικά στάδια της ενιαίας διαδικασίας του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας: Την αντιμονοπωλιακή δημοκρατία και τον καθαυτό σοσιαλισμό.
Και αυτό στη βάση από κοινού με τη σοσιαλδημοκρατία και άλλες προοδευτικές, δημοκρατικές δυνάμεις, “δημοκρατικών κινημάτων” και μεταρρυθμίσεων στα πλαίσια του καπιταλισμού.
(…) Και αυτό μπορεί να προσφέρει μια πραγματική δυνατότητα ταυτόχρονα σχετικά ειρηνικού και επαναστατικού μετασχηματισμού των καπιταλιστικών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών»10.
«Η συνεργασία των κομμουνιστικών και των σοσιαλδημοκρατικών (σοσιαλιστικών) κομμάτων, στη μεγάλη πλειονότητα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, προσφέρει το κλειδί για την υπέρβαση της διάσπασης της εργατικής τάξης (…) κάτι που οδηγεί σε νέες επιτυχίες τον αγώνα ενάντια στα μονοπώλια»11.
«Η πείρα του εργατικού κινήματος σε Ιταλία, Γαλλία (δηλαδή του ευρωκομμουνισμού) και Φινλανδία και άλλων καπιταλιστικών χωρών επιβεβαιώνει ότι τα δύο κόμματα, κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό, και κυρίως η εργατική τάξη, κάτι που είναι και το ουσιώδες, έχουν να κερδίσουν τα πάντα από την ενότητα δράσης τους»12.
Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι αυτή η κοινή δράση μπορεί να επιφέρει ένα νέο προοδευτικό οικονομικό και κοινωνικό περιεχόμενο στην ΕΟΚ!!!13
Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι στο ίδιο μήκος κύματος της αναγκαιότητας της συνεργασίας κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών κινείται και ο Ernst Henri, Σοβιετικός διεθνολόγος και δημοσιογράφος, ο οποίος παρόλο που αναδεικνύει τον αντιδραστικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας14τοποθετείται και αυτός υπέρ της συνεργασίας κομμουνιστών και σοσιαλιστών, η οποία και κρίνει ότι αποτελεί την εναλλακτική λύση απέναντι στις συντηρητικές δυνάμεις και διασφαλίζει την παγκόσμια ειρηνική συνύπαρξη15, επιβραβεύει τους Ιταλούς και τους Γάλλους κομμουνιστές για τον ιστορικό συμβιβασμό και το κοινό πρόγραμμα κομμουνιστών – σοσιαλιστών16 και καταλήγει: «Η πόρτα παραμένει ανοιχτή στη συνεργασία και στον συντονισμό των προσπαθειών στο εργατικό κίνημα ενάντια στο κεφάλαιο (…) Οι τίμιοι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές μπορούν να βαδίσουν από τώρα (1972) χέρι χέρι στον δρόμο της ειρήνης και του σοσιαλισμού»!!17
Ευτυχώς, αυτή η σοβιετικής έμπνευσης καταστροφική για το λαϊκό κίνημα πολιτική έχει ξεπεραστεί ανεπιστρεπτί από το ΚΚΕ, το οποίο και είχε το θάρρος να ασκήσει την αυτοκριτική του για το διάστημα που την ακολουθούσε.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στη δική μας σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή στα κόμματα εκείνα που αυτοπροσδιορίζονται σαν αριστερά ή κεντροαριστερά, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, τα οποία όχι μόνον δεν αναφέρονται καν στον σοσιαλισμό όπως έπραττε η παραδοσιακή ανά τον κόσμο σοσιαλδημοκρατία, στον οποίο θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε ειρηνικά μέσω μεταρρυθμίσεων αποφεύγοντας την επανάσταση, αλλά παρά τις δευτερεύουσες διαφορές τους εναρμονίζονται πλήρως στρατηγικά με τα άλλα αστικά κόμματα, και πασχίζουν να εμφανιστούν σαν καλύτεροι διαχειριστές της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων στα πλαίσια της οποίας και υποστηρίζουν ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη για όλους.
Με αυτήν τους τη στάση όχι μόνο αποτελούν στην ουσία εναλλακτικούς συνδιαχειριστές της αστικής εξουσίας, όχι μόνο συμβάλλουν καθοριστικά στο να εμφανίζεται ότι ο καπιταλισμός και οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί όπως η ΕΕ είναι δυνατόν να προσλάβουν ένα ανθρώπινο, φιλολαϊκό πρόσωπο, αλλά εμποδίζουν τη μετεξέλιξη της εργατικής τάξης από τάξη καθαυτή σε τάξη για τον εαυτόν της, ή με άλλα λόγια εμποδίζουν την ανάδειξη της εν δυνάμει επαναστατικής συνείδησης της εργατικής τάξης.
Παραπομπές
1 Βλέπε πιο αναλυτικά Y. Tchaplyguine, Le mythe de “la classe moyenne unique” in Critique des theories apologetiques bourgeoises, Editions de Moscou, 1972 σελίδα 119
2 K. Marx, Travail salarie et Capital, Editions Sociales, 1960 σελίδα 32.
3 Βλέπε G. Badia, Les spartakistes Julliard, 1966, σελίδες 202-204.
4 Jacques Droz,Le socialisme democratique 1864-1960 Armand Collin 1966 σελίδα 5
5 Συλλογικό, La social-democratie au present, Editions Sociales 1979 σελίδα 79
6 Αναφέρεται στο Συλλογικό La social-democratie au present, Editions Sociales 1979, σελίδες 23-24
7 Στο ίδιο σελίδα 27
8 Jacques Droz, Le socialisme democratique 1864-1960 ό.π., σελίδα 40.
9 Ernst Henri, Socialistes et communistes main dans la main Editions du Progres, Moscou 1973 σελίδα 18
10 Les communistes et la social democratie, Editions de l agence de presse Novosti, 1972, σελίδες 96-97
11 Στο ίδιο σελίδα 113
12 Στο ίδιο σελίδα 136
13 Στο ίδιο σελίδα 122
14 Ernst Henri, Socialistes et communistes main dans la main ? Editions du Progr?s, Moscou, 1973
15 Σελίδες 193-194
16 Σελίδα 152
17 Σελίδα 240
[Το άρθρο αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη της Παρασκευής 31 Μάη 2024]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου