Δεν μ’ αρέσει που βρίζει η Ζωή έτσι τον Τσίπρα, περισσότερο κι απ’ όσο βρίζει τον Μητσοτάκη, ενώ εκείνος ήταν πάντα ευγενικός μαζί της. Καθόλου δεν μ’ αρέσει. Με τι μούτρα θα κάτσει μεθαύριο στο ίδιο τραπέζι αν η πραγματική ζωή τα φέρει έτσι που χρειαστεί να κάνουν κυβέρνηση όλοι μαζί, για να μην έχουμε τρίτη φορά πάλι Δεξιά;
Δεν μ’ αρέσει έτσι η Ζωή, άλλη γυναίκα μου αρέσει. Ας πούμε η Λι Μίλερ (Lee Miller) που έζησε πολλές ζωές, ζωούλα μου. Μοντέλο, πολεμική ανταποκρίτρια, φωτογράφος. Αυτή η Αμερικανίδα που μεγάλωσε λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ήταν μία γυναίκα που πρωτοπορούσε πάντα. Ισως είναι πιο γνωστή στον κόσμο για τον πολυσχιδή χαρακτήρα της παρά για τα καλλιτεχνικά φωτογραφικά πορτρέτα άλλων προσώπων. Μία φωτογραφία της όμως έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο της απελευθέρωσης από τους Ναζί.
Η φωτογραφία αυτή δείχνει τη Μίλερ να κάνει μπάνιο σε ένα σπίτι στο Μόναχο. Αυτό δεν ήταν ένα οποιοδήποτε διαμέρισμα, αλλά ο τόπος κατοικίας του ίδιου του Χίτλερ, ο οποίος την περίοδο που η Μίλερ, μαζί με τον φωτογράφο Ντέιβιντ Σέρμαν (David Scherman), ανακάλυψαν το σπίτι του, πιθανότατα ήταν ήδη νεκρός κάπου στα χαλάσματα του καλοχτισμένου Führerbunker στο Βερολίνο. Το πρωί της 29ης Απριλίου του 1945, οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.
Η Μίλερ βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους ανθρώπους που πάτησαν το πόδι τους στον τόπο του μαρτυρίου. Την επόμενη, μαζί με τον εραστή της Σέρμαν, ο οποίος εργαζόταν για το περιοδικό Life, και μία ομάδα Αμερικανών στρατιωτών, μπήκαν στο διαμέρισμα του Χίτλερ, όπου η Μίλερ έστησε αμέσως την κάμερά της. Ο χώρος ήταν γεμάτος «με αντικείμενα του Αδόλφου, μέτριας αισθητικής». Τόσο η ίδια, όσο και ο Σέρμαν, είχαν να κάνουν μπάνιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες. Βλέποντας την μπανιέρα, η Μίλερ αποφάσισε πως αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία της καριέρας της.
Γδύθηκε, άφησε τα ρούχα της σε μία καρέκλα και τις στρατιωτικές αρβύλες της πάνω στο ανοιχτόχρωμο χαλάκι του μπάνιου, το οποίο γέμισε αμέσως με τη σκόνη και το χώμα του Νταχάου, μπήκε γυμνή στη μπανιέρα και ζήτησε από τον Σέρμαν να τη φωτογραφίσει. Πάνω στο γείσο της μπανιέρας τοποθέτησαν μία φωτογραφία του Χίτλερ και πάνω στο έπιπλο του μπάνιου ένα άγαλμα από την προσωπική του συλλογή. Έτσι το μπάνιο θα φαινόταν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ανήκε σε εκείνον.
Μπαίνοντας μέσα στη μπανιέρα, η ομορφιά της Μίλερ άρχισε να διαχέεται στον χώρο. Πήρε ένα πανί και άρχισε να τρίβει την πλάτη της. Φανερά κουρασμένη, άρχισε να βγάζει από πάνω της τη βρωμιά της περιπλάνησης στα χαρακώματα του πολέμου, τη σκόνη που είχε επικαθίσει στο δέρμα της στο πλαίσιο των αποστολών της. Η ίδια ξεκινούσε μία κάθαρση. Ήθελε το νερό να ξεπλύνει από πάνω της όλο τον πόλεμο, όλες τις εικόνες που είχε αντικρίσει στο Νταχάου και που κράτησε φυλαγμένες επί δεκαετίες στη σοφίτα του σπιτιού της. Από το σύνολο των φωτογραφιών που τράβηξε στο Νταχάου, κράτησε μόνο το ένα τρίτο. Με ένα ψαλίδι κατέστρεψε δεκάδες αρνητικά, λέγοντας: «Δεν θέλω κανείς να πρέπει να δει αυτά που είδα εγώ, αλλά αφήνω αρκετά ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για το τι συνέβη».
Ο Γιώργος Λάνθιμος και η Έμμα Στόουν φτάνουν στη Βενετία για την πρεμιέρα της τελευταίας τους συνεργασία με τίτλο «Bugonia». Ο πολυβραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης φοράει στο πέτο μια κονκάρδα με τη σημαία της Παλαιστίνης. Εύγε! Αν και, ειρήσθω εν παρόδω, όχι μόνο δεν μου αρέσουν οι ταινίες του, αλλά γίνομαι έξαλλος, κυρίως με το σενάριο και τα μηνύματα που στέλνει στο υπερπέραν. Όταν είδα τον «Αστακό» θύμωσα τόσο πολύ που κλότσαγα κάτι σκουπιδοντενεκέδες έξω απ’ τον κινηματογράφο για να εκτονωθώ. Αυτό το στυλ με την επιμελημένα κακή ηθοποιία, την αλληγορία του κώλου και τους διαλόγους για διανοητικά καθυστερημένους, με ξεπερνάει. Δεν το καταλαβαίνω. Προτιμώ να ξαναδώ άλλες 666 φορές τους «Κυνηγούς» του Αγγελόπουλου.
Δολοφονήθηκε άγρια σε ηλικία 53 ετών από έναν 17άχρονο, τα ξημερώματα της 2ας Νοεμβρίου 1975, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι οποίες μέχρι σήμερα ευνοούν τις θεωρίες περί πολιτικού εγκλήματος. Η ταινία του, που ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τη δολοφονία του, βρέθηκε στο στόχαστρο της λογοκρισίας, αλλά και μιας εγκληματικής συμμορίας που έκλεψε μεγάλο μέρος του υλικού της. Σύμφωνα με μια εκδοχή, ο σκηνοθέτης είχε παρασυρθεί σε ραντεβού με την υπόσχεση επιστροφής του κλεμμένου φιλμ.
Τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου 1975, το αριστούργημα με τις «αποκρουστικές εικόνες» κατά του φασισμού έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Παρισιού, προκαλώντας τον αναμενόμενο σάλο. Στην Ιταλία, η Επιτροπή Λογοκρισίας απέρριψε την ταινία για «ανώμαλες και αποκρουστικές εικόνες σεξουαλικής διαστροφής». Τελικά προβλήθηκε στο Μιλάνο τονΙανουάριο του 1976, με απαγόρευση για ανηλίκους. Ο παραγωγός Γκριμάλντι οδηγήθηκε σε δίκη για διαφθορά ανηλίκων και προσβολή της δημοσίας αιδούς (καταδικάστηκε αρχικά, αλλά αθωώθηκε αργότερα). Η ταινία κατασχέθηκε και μόνο το 1978, μετά από αλλεπάλληλες δίκες και επιθέσεις ακροδεξιών ομάδων σε κινηματογράφους, το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την ελεύθερη κυκλοφορία της. Ωστόσο, στην Ιταλία προβλήθηκε ξανά μόλις το 1985.
Το πολιτικό της μήνυμα πάντα επίκαιρο, για τη βία που υποκρύπτει η άσκηση εξουσίας στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι σκηνές βιασμού, σαδιστικής βίας, ταπείνωσης, κοπροφαγίας και ακρωτηριασμού, γυρισμένες σε τοπία εξαιρετικής ομορφιάς και με
αυστηρή καλλιτεχνική δομή, εξακολουθούν να προκαλούν τον ίδιο τρόμο και την ίδια ηθική αποστροφή σε όποιον την δει και σήμερα. Εκείνος όμως δεν πρόλαβε να στοχοποιηθεί: Δολοφονήθηκε λίγο πριν ανέβει η προκλητική, αντιφασιστική του ταινία στην μεγάλη οθόνη. Η δολοφονία του παραμένει μία από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις της σύγχρονης Ιταλίας.
αυστηρή καλλιτεχνική δομή, εξακολουθούν να προκαλούν τον ίδιο τρόμο και την ίδια ηθική αποστροφή σε όποιον την δει και σήμερα. Εκείνος όμως δεν πρόλαβε να στοχοποιηθεί: Δολοφονήθηκε λίγο πριν ανέβει η προκλητική, αντιφασιστική του ταινία στην μεγάλη οθόνη. Η δολοφονία του παραμένει μία από τις πιο σκοτεινές υποθέσεις της σύγχρονης Ιταλίας.
Πέρασαν 50 χρόνια από το «σκανδαλώδες» αριστούργημα του Ιταλού ηθοποιού, ποιητή, συγγραφέα, σεναριογράφου και σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι, «120 μέρες στα Σόδομα» το οποίο απέδιδε το πιοακραίο, ίσως, κείμενο του Μαρκήσιου ντε Σαντ, γραμμένο κατά τη φυλάκισή του στη Βαστίλη (1785). Ένα κείμενο που οι σουρεαλιστές, από τον Μπατάιγ μέχρι τον Μπουνιουέλ, θεωρούσαν πρότυπο ελευθερίας και ακραίας σάτιρας.
Ο Παζολίνι μετέφερε τη δράση από τον 18ο αιώνα στην περίοδο της Δημοκρατίας του Σαλό, το τελευταίο κατασκεύασμα του Μουσολίνι, πριν την πτώση του φασιστικού καθεστώτος. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές -ένας ιερέας, ένας δικαστής, ένας τραπεζίτης και ένας δούκας- ενσαρκώνουν τη θρησκευτική, δικαστική, οικονομική και κοινωνική εξουσία. Απαγάγουν μια ομάδα εφήβων και, με τη βοήθεια τεσσάρων πορνών, τους υποβάλλουν σε απίστευτες κακοποιήσεις, ώσπου τελικά τους εξοντώνουν σε μια αποτρόπαια σκηνή αίματος.
Στις 22 Αυγούστου του 1922 δολοφονείται ο Μάικλ Κόλινς, πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της ανεξάρτητης Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Δολοφονήθηκε σε ενέδρα, εν μέσω εμφυλίου, στα 31 του χρόνια. Ένας θάνατος που βύθισε την Ιρλανδία στο πένθος, αλλά και γέννησε έναν μύθο. Ο Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής Brendan Behan, ακόμα έφηβος τότε, έγραψε προς τιμήν του το ποίημα «The Laughing Boy». Μιλούσε για τον νέο που έπεσε θύμα των εχθρών, για το «γελαστό παιδί» που δεν θα γελούσε ξανά.
Δεκαετίες αργότερα, στην Ελλάδα της μετεμφυλιακής καταστολής, ο Βασίλης Ρώτας μετέφρασε το ποίημα και ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποίησε το 1961.
«Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή / βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί / σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί»


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου