Από το 74 μέχρι σήμερα η γιορτή του Πολυτεχνείου προκαλεί δυσφορία στους συντηρητικούς και αμηχανία στους φιλελεύθερους του δεξιού φάσματος
γράφει ο Χάρης Αθανασιάδης
Η 17η Νοεμβρίου είναι η τρίτη ημερομηνία που γνωρίζουν όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, ανεξάρτητα από το επίπεδο μόρφωσης και το επάγγελμά τους, ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον τους για την ιστορία ή την πολιτική. Σε αντίθεση όμως με τις
άλλες δύο πασίγνωστες ημερομηνίες, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, η 17η Νοεμβρίου δεν υμνεί την εξέγερση ή την αντίσταση απέναντι σε κάποιον εθνικό εχθρό (κάποιον κατακτητή ή εισβολέα), αλλά την εξέγερση και την αντίσταση ενάντια σε έναν εσωτερικό πολιτικό δυνάστη. Δεν υμνεί το έθνος αλλά τη δημοκρατία, αναδεικνύοντας, μάλιστα, εκτός από τις αμιγώς πολιτικές διαστάσεις της (την ελευθερία) και τις κοινωνικές της διαστάσεις («ψωμί» και «παιδεία»). Σε αντίθεση με την Επανάσταση του 21 και το Έπος του 40, το Πολυτεχνείο δεν είναι μια εθνική επέτειος, η οποία με τις κατάλληλες λειάνσεις των ιστορικών γεγονότων και μερικές παραχωρήσεις στη λήθη εξασφαλίζει τη συναίνεση όλων, αλλά μία πολιτική επέτειος, η οποία υμνώντας απερίφραστα την αντίσταση στον πολιτικό αυταρχισμό, προκαλεί δυσφορία στους συντηρητικούς και αμηχανία στους φιλελεύθερους του δεξιού φάσματος.
Το μένος του Στάθη Καλύβα
Ο Στάθης Καλύβας, για παράδειγμα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πρόεδρος του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Νιάρχου, σε μια παλιά του επιφυλλίδα στην εφημ. Καθημερινή (18/11/2018), επιτίθεται με δριμύτητα ενάντια τόσο τις δύο κινηματικές εκδηλώσεις του τριημέρου (την κατάθεση στεφάνων στον περίβολο του Πολυτεχνείου και την πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία) όσο και στην επισήμως θεσμοθετημένη σχολική γιορτή στα δημοτικά, τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας. Παραθέτω το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα: «Η ετήσια κατάθεση στεφάνων στον χώρο του Πολυτεχνείου και η πορεία που ακολουθεί είναι μια θλιβερή κομματική φιέστα, αφορμή για αριστερές οργανώσεις και γκρουπούσκουλα να κινητοποιήσουν τους οπαδούς τους, να μετρηθούν μεταξύ τους και συχνά να προπηλακιστούν. Όσο για την πορεία στην αμερικανική πρεσβεία, αυτή και αν είναι αρχαιολογικό κατάλοιπο του αντι-ιμπεριαλισμού της δεκαετίας του ’70. Μοναδική της λειτουργία πλέον, η ευκαιρία που προσφέρει στους κάθε λογής μπαχαλάκηδες να κάνουν τη ρουτίνα τους. Όχι μόνο δεν τιμά τη μνήμη των θυμάτων η φιέστα αυτή, αλλά αντίθετα την προσβάλλει βάναυσα. Όσο για τον σχολικό εορτασμό, δεν είναι παρά μια ελάχιστα μεταμφιεσμένη, επαγγελματικά ενορχηστρωμένη κομματική γιορτή που στόχο έχει να περάσει στους μαθητές τις παρωχημένες αξίες και την άθλια αισθητική της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μιλάμε για μια τεράστια επιχείρηση προπαγάνδας, που εξακολουθεί κυρίως λόγω αδράνειας».
Η κίνηση Καραμανλή το 74
Η σχέση της Δεξιάς με τις δύο κινηματικές εκδηλώσεις (ιδιαιτέρως με την πιο μαχητική: την πορεία) έχει τη δική της μακρά ιστορία που κινείται άλλοτε προς την απονεύρωση και την ενσωμάτωσή τους και άλλοτε προς τον στιγματισμό και την απαγόρευσή τους. Το 1974, στην πρώτη επέτειο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πρωθυπουργός τότε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας που διαχειρίστηκε επιτυχώς τη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, όρισε τις πρώτες μεταδικτατορικές εκλογές ακριβώς την ημέρα της επετείου, την Κυριακή, 17 Νοεμβρίου. Με αυτή την κίνηση υψηλής σκακιστικής τέχνης θέλησε πιθανότατα να συγκρατήσει τις διαφαινόμενες κινηματικές (και άρα ανεξέλεγκτες) εκδηλώσεις, τιμώντας ταυτόχρονα με θεσμικό (άρα ακίνδυνο) τρόπο τους αγώνες της νεολαίας για δημοκρατία. Η κινηματική δυναμική, ωστόσο, κατέδειξε το σφρίγος της, αλλά και τον αυτοέλεγχό της, την επόμενη Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, όταν περίπου 300 χιλιάδες Αθηναίοι συμμετείχαν σε μια πορεία προς την αμερικανική πρεσβεία με αγωνιστικό παλμό μα ταυτόχρονα ειρηνική. Ο εορτασμός του Πολυτεχνείου απέκτησε έτσι ευθύς εξαρχής εκτός από τον αυτονόητα αντιφασιστικό του χαρακτήρα, έναν ξεκάθαρα αριστερό χρωματισμό και έναν διακηρυγμένα αντι-ιμπεριαλιστικό προσανατολισμό. Η εξίσου εντυπωσιακή πορεία της επόμενης χρονιάς (18 Νοεμβρίου του 1975) επιβεβαίωσε πως το Πολυτεχνείο είχε τελεσίδικα αποκτήσει «διαστάσεις εθνικού συμβόλου στα μάτια των Ελλήνων και ιδιαίτερα της ελληνικής νεολαίας», όπως αποτίμησε ακόμη και η αμερικανική πρεσβεία, η οποία ανησυχούσε για τον έντονο
αντιαμερικανισμό που κυριάρχησε στα συνθήματα και ο οποίος αντιαμερικανισμός αποτυπώθηκε οριστικά στο ίδιο το δρομολόγιο της πορείας. Οι παρασκηνιακές πιέσεις της πρεσβείας προς την κυβέρνηση και η διάχυτη δυσφορία του κόσμου της
Δεξιάς για την (ιδεολογική και γεωγραφική) πορεία της πορείας, αποδείχτηκαν αποτελεσματικές: το 1976 η πορεία επιτράπηκε τελικώς ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, αλλά μόνον έως τη Βουλή, ενώ το 1977, με πρόσχημα τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 20ής Νοεμβρίου, απαγορεύτηκε εντελώς.
Κουμής – Κανελλοπούλου
Η αμηχανία της Δεξιάς στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί τόσο στην απουσία της από τα γεγονότα της εξέγερσης, όσο και στην πολιτική της γειτνίαση με τον κόσμο που στήριξε τη Δικτατορία) θα εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε δυσανεξία προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην ίδια συγκυρία που το φοιτητικό κίνημα θα κινηθεί σε πρωτόγνωρα ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Με αφορμή τον νόμο 815, ο οποίος θέσπιζε μια πιο αυστηρή εσωτερική λειτουργία στα πανεπιστήμια, θα ξεσπάσουν το 1978-79 πολύμηνες και ενεργές καταλήψεις των πανεπιστημίων, οι οποίες λειτούργησαν ως φυτώριο αντισυστημικών ιδεών και πρακτικών, στην παράδοση του γαλλικού Μάη του 68 και των νέων κοινωνικών κινημάτων. Η συγκρουσιακή δυναμική κυβέρνησης και φοιτητικού κινήματος θα αναμετρηθούν βίαια το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου
1980, όταν η μαχητική πρωτοπορία της πορείας θα αγνοήσει την απαγόρευση και θα επιχειρήσει, στο ύψος της Βουλής, να διασπάσει το αστυνομικό μπλόκο προκειμένου να φτάσει στην αμερικανική πρεσβεία. Η αστυνομία από την πλευρά της θα σπάσει το έως τότε άτυπο συμβόλαιο ήπιας απόκρουσης και θα προχωρήσει σε άγρια καταστολή που θα αφήσει πίσω της δεκάδες τραυματίες και δύο νεκρούς διαδηλωτές: τον Κύπριο φοιτητή της Νομικής Ιάκωβο Κουμή και την εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου.
ΠΑΣΟΚ και Καλτεζάς
Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, στις 18 Οκτωβρίου του 1981, θα δημιουργήσει ένα ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον για τις επετειακές εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Σε ολόκληρο το διάστημα από τότε έως την έναρξη της κρίσης, η Δεξιά (όπως εκφραζόταν κυρίως από την ΟΝΝΕΔ, τη νεολαία της Νέας Δημοκρατίας) θα παραπαίει ανάμεσα στην ανοιχτή εχθρότητα και στην άτεχνη προσπάθεια να βρει και αυτή μια θέση στην ηρωική μνήμη της εξέγερσης. Η εχθρότητα έφτασε στο αποκορύφωμά της όταν στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανήλθε ο Ευάγγελος Αβέρωφ (1981-84) και η ΟΝΝΕΔ ελεγχόταν από τους σκληροπυρηνικούς «κένταυρους» και «ρέιντζερς», που φλέρταραν με την πολιτική βία. Η «φιλική επίθεση», αντίθετα, γνώρισε την καλύτερη στιγμή της είκοσι χρόνια αργότερα, σε μια συγκυρία ύφεσης των πολιτικών παθών, όταν ο Κώστας Καραμανλής ο νεότερος θα κερδίσει τις εκλογές του 2004 μετακινώντας τη Δεξιά προς τον «μεσαίο χώρο». Στις 14 Νοεμβρίου του έτους εκείνου, παραμονές της επετείου, η ΟΝΝΕΔ θα οργανώσει εκδήλωση με ομιλητή το ίδιο τον πρωθυπουργό, ο οποίος θα καλέσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις να συστρατευτούν «στο δρόμο που χάραξε ο αγώνας του Πολυτεχνείου». Η πρόσκλησή του φαίνεται πως είχε αποδέκτες αν κρίνουμε από το γεγονός πως δύο προσωπικότητες της κεντροαριστεράς, ο πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο υπουργός σε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ Στέφανος Τζουμάκας (ο οποίος ως φοιτητής μετείχε στην εξέγερση), έσπευσαν με παρεμβάσεις τους να διευκολύνουν τη συμπερίληψη της Δεξιάς στη μνήμη του Πολυτεχνείου. Τη στιγμή εκείνη φάνηκε πως ανοίγει ο δρόμος για μια εθνική μνημονική ενότητα, καθώς στο μεταξύ είχε συρρικνωθεί στο ελάχιστο η μαζικότητα και ο παλμός της καθιερωμένης ετήσιας πορείας και είχαν αμβλυνθεί τα αντισυστημικά της χαρακτηριστικά. Η διαφαινόμενη μνημονική συναίνεση, ωστόσο, δέχθηκε ένα πρώτο πλήγμα τον Δεκέμβρη του 2008, με τη δολοφονία του δεκαπεντάχρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου και το οργισμένο ξέσπασμα της νεολαίας ενάντια στον αυταρχισμό του κράτους, για να καταρρεύσει πλήρως το 2011 με την οικονομική κρίση και το μαζικό «κίνημα των πλατειών».
Το Πολυτεχνείο στα σχολεία
Πάνω σε αυτή την αποτυχία του εγχειρήματος απονεύρωσης του Πολυτεχνείου και, συνακόλουθα, την αποτυχία της μνημονικής ενότητας του έθνους, θα αναδυθεί εκ νέου η δυσανεξία των φιλελεύθερων δημοσιολόγων στα χρόνια της κρίσης. Παρότι όμως δυσανασχετούν με την κατάθεση στεφάνων και στηλιτεύουν τον προσανατολισμό της πορείας, δεν τολμούν να προτείνουν την απαγόρευσή τους, εφόσον άλλωστε πρόκειται για εκδηλώσεις κινηματικές – καθιερωμένες αλλά όχι θεσμοθετημένες. Αντιθέτως, η σχολική γιορτή είναι θεσμοθετημένη και είναι ακριβώς αυτή η επίσημη, κρατική αναγνώριση (και άρα η υποχρεωτική τέλεσή της) που προκαλεί τις επιθέσεις των φιλελεύθερων δημοσιολόγων. Ο κύριος στόχος, για παράδειγμα, του Στάθη Καλύβα ήταν εμφανώς η σχολική γιορτή, καθώς το κείμενό του σπεύδει να συνδράμει μία πρωτοβουλία 14 ιδιωτικών σχολείων της χώρας, τα
οποία αποφάσισαν να αγνοήσουν την επέτειο έχοντας εξασφαλίσει την ενθάρρυνση του συλλογικού τους φορέα, του Συνδέσμου Ιδιωτικών Σχολείων. Τα σχολεία τελικώς υποχώρησαν ύστερα από καταγγελία της ΟΙΕΛΕ (της συνδικαλιστικής οργάνωσης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών) και μια σύστοιχη παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας, που θύμισαν πως η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι θεσμοθετημένη σχολική γιορτή, άρα υποχρεωτική για όλα τα σχολεία δημόσια και διωτικά. Πράγματι, η επέτειος θεσπίστηκε επισήμως ως σχολική γιορτή από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στις 11 Νοεμβρίου του 1981. Διάφορες άτυπες εκδηλώσεις, ωστόσο, μαρτυρούνται σε αρκετά σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970. Η συνήθης διαδικασία ήταν η εξής: Κάποια ομάδα μαθητών της τελευταίας τάξης του εξατάξιου Γυμνασίου (έως το 1976) ή του Λυκείου (από το 1977 και εξής), αποτελούμενη συνήθως από νεολαίους του αριστερού φάσματος, έπαιρνε την πρωτοβουλία, συχνά με τη διακριτική υποστήριξη κάποιων καθηγητών, και, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον διευθυντή, εξασφάλιζε ένα δίωρο αυτοσχέδιας γιορτής, όπου κυριαρχούσε ένα διάχυτο πνεύμα αντικομφορμισμού. Εάν η απαγόρευση ήταν ρητή, οι μαθητές συχνά απαντούσαν με αποχή. Στις περισσότερες περιπτώσεις πάντως, το σχολείο της πρώτης μεταπολιτευτικής επταετίας (1974-80) ούτε ενθάρρυνε την ανάδυση της νέας γιορτής, ούτε την απαγόρευε αποφασιστικά. Την ανεχόταν, μάλλον, άλλοτε αμήχανα, άλλοτε με υποφώσκουσα ικανοποίηση ή ορατή ενόχληση (ανάλογα με τη σύνθεση του συλλόγου καθηγητών), καθότι αν και αταίριαστη με τις σχολικές παραδόσεις, ήταν απολύτως ταιριαστή με την ευρύτερη μεταπολιτευτική ατμόσφαιρα. Έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η γιορτή του Πολυτεχνείου αναδυόταν στην γκρίζα ζώνη που διαμόρφωσαν η άρρητη δυσανεξία της κυβέρνησης, η ανοχή των καθηγητών και οι πρωτοβουλίες των μαθητών, έτσι που η επίσημη θεσμοθέτησή της το 1981 θεωρήθηκε σχεδόν αυτονόητη.
Γιορτή για την αντίσταση και όχι για το έθνος
Από τη στιγμή, ωστόσο, που η γιορτή θεσμοθετήθηκε και έγινε αναπόσπαστο μέρος της σχολικής ζωής, οι τριβές ανάμεσα σε μαθητές και καθηγητές μετακινήθηκαν στο περιεχόμενο και τη μορφή της. Ως προς το περιεχόμενο οι εντάσεις ανέκυπταν από το γεγονός πως το σχολείο, ένας συντηρητικός θεσμός στελεχωμένος με καθηγητές που γαλουχήθηκαν στο πνεύμα της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, καλούνταν να εκθειάσει ρητά την εξέγερση απέναντι σε αυταρχικές εξουσίες και να στιγματίσει τον στρατό και την αστυνομία ως δυνάμεις καταπίεσης και καταστολής. Ως προς το τελετουργικό, οι ροπές του σχολείου πίεζαν τη νέα γιορτή να χωρέσει στα παγιωμένα καλούπια των δύο προγενέστερων, της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου. Οι μαθητές, όμως, πολλοί από τους οποίους μετείχαν σε οργανώσεις νεολαίας, διεκδικούσαν πρωταγωνιστικό ρόλο, απαιτούσαν η κεντρική ομιλία να δίνεται στον εκπρόσωπο του δεκαπενταμελούς μαθητικού συμβουλίου, αξιοποίησαν το έντεχνο πολιτικό τραγούδι ως όχημα μέθεξης και συγκίνησης, και κυρίως επέβαλλαν ένα ύφος πιο χαλαρό και ελευθεριακό, μακριά πολύ από τον φορμαλισμό και το στρατιωτικό πνεύμα των άλλων δύο εορτών. Στον μακρύ χρόνο, στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν έκτοτε, οι δύο αντίρροπες τάσεις βρήκαν τις ισορροπίες τους: Η γιορτή του Πολυτεχνείου απώλεσε ίσως την αρχική επαναστατικότητα της, αλλά διατήρησε την πολιτική χροιά της και ένα εμφανώς αντικομφορμιστικό ύφος σε σύγκριση με τις υπόλοιπες σχολικές γιορτές. Αν οι σημερινοί μαθητές, από την πρώτη δημοτικού έως την τρίτη λυκείου, γνωρίζουν για το Πολυτεχνείο αυτό δεν οφείλεται ασφαλώς στη σχολική Ιστορία. Η σχολική Ιστορία αναφέρει το γεγονός επιγραμματικά, στο πλαίσιο ενός ωριαίου μαθήματος, το οποίο καλύπτει όλες τις εγχώριες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις από το 1950 έως το 1974. Ακόμα και αν οι καθηγητές φθάσουν στην ενότητα αυτή (διότι συνήθως σταματούν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), ο διδακτικός χρόνος που αναλογεί στην εξέγερση των φοιτητών δεν ξεπερνά τα 2 έως 3 λεπτά της διδακτικής ώρας. Οι μαθητές μαθαίνουν για το Πολυτεχνείο, επειδή το Πολυτεχνείο έχει τη δική του σταθερή ημέρα μέσα στο σχολικό έτος. Και όπως συμβαίνει με όλες τις περιοδικές σχολικές τελετουργίες, αφήνει βαθύ αποτύπωμα στη μνήμη των μετέπειτα ενήλικων. Και για έναν λόγο επιπλέον: επειδή αποκλίνει από τη σχολική νόρμα, επειδή διαφέρει από τις υπόλοιπες σχολικές εορτές.
Εορτασμός Πολυτεχνείου
Όσο γνωρίζω, σχολική γιορτή που δεν υμνεί το έθνος, αλλά την αντίσταση των νέων σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης – ούτε στις δύο χώρες της Ιβηρικής που υπέστησαν μακροχρόνιες δικτατορίες. Το πλησιέστερο αντίστοιχο της ελληνικής 17ης Νοεμβρίου είναι η πορτογαλική 25η Απριλίου, ημέρα που, το 1974, ξέσπασε η Επανάσταση των Γαρυφάλλων. Η μνήμη του αναίμακτου εκείνου στρατιωτικού κινήματος, που οδήγησε στην πτώση του αυταρχικού καθεστώτος που είχε εγκαθιδρύσει ο Σαλαζάρ το 1932, ενσωματώθηκε στη μνήμη του πορτογαλικής δημοκρατίας, κηρύχθηκε αργία και γιορτάζεται με πορείες στο δημόσιο χώρο, αλλά δεν ορίστηκε ως σχολική γιορτή. Επιπλέον, καθώς το Πολυτεχνείο αναδίδει ένα άρωμα ελευθερίας και ανάτασης, κάτι θερμό και οικείο, οι μαθητές υιοθετούν ασύνειδα το βλέμμα των φοιτητών (μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους στη θέση εκείνων). Αυτό δεν γίνεται ορατό στην καθημερινότητα,
αναδύεται όμως σε κρίσιμες στιγμές. Στις μαθητικές κινητοποιήσεις του 1990-91, για παράδειγμα, εύκολα διακρίνουμε ρητορικά σχήματα και ρεπερτόρια δράσης που αντλούν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τολμώ, συνεπώς, να ισχυριστώ πως οι κινηματικές εκδηλώσεις του Πολυτεχνείου, ιδιαιτέρως η πορεία, θα έτειναν να εγκαταλειφθούν από τις νεότερες γενιές (από τη δεκαετία του 1990 και εξής) εάν δεν υπήρχε η σχολική γιορτή, η οποία δημιουργεί τις συναισθηματικές εκείνες προδιαθέσεις πάνω στις οποίες ακουμπάνε και ενδυναμώνονται οι μετέπειτα πολιτικές στάσεις και πρακτικές.
Το Πολυτεχνείο παραμένει πεδίο ιδεολογικής μάχης
Με την ανάλυση που προηγήθηκε θέλησα να δείξω πως η απαξίωση, η απομυθοποίηση και εν τέλει η εγκατάλειψη του Πολυτεχνείου θα αποτελούσε μία κρίσιμη συμβολική νίκη της συντηρητικής και φιλελεύθερης ιδεολογίας απέναντι στις
δυνάμεις που ευαγγελίζονται μία κοινωνία περισσότερο δίκαιη και ελεύθερη. Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης (2010-2019) με τα κινήματα πλατειών, την κατάρρευση συστημικών κομμάτων και την έστω προσωρινή μετατόπιση του πολιτικού δείκτη προς τα αριστερά, θύμισαν στην εγχώρια Δεξιά πως δεν αρκούν η θεσμική και οικονομική ισχύς για να παγιωθεί η πολιτική της εξουσία. Η Αριστερά θα περιθωριοποιηθεί οριστικά εάν στιγματιστούν ή έστω απονευρωθούν οι συμβολικοί τόποι απ’ όπου αντλεί την ισχύ της. Και το Πολυτεχνείο παραμένει αναμφίβολα ο πιο εμβληματικός, παγιωμένος και επιδραστικός από τους τόπους της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Γι’ αυτό, παράλληλα με τις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες, έχει πάντοτε νόημα να δίνονται και οι μνημονικές μάχες. Και το Πολυτεχνείο, όπως υποθέτω θα συμφωνούσε ο Ένζο Τραβέρσο, ήταν και παραμένει ένα πεδίο μάχης.
-----------------------------------------------------------------
Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι, καθηγητής δημόσιας ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου