Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Η ακρίβεια ως τίμημα των επιλογών μας

 
by Newsroom

Οι αυξήσεις των τιμών σε βασικά εμπορεύματα, μέταλλα και ενέργεια αποτελούν πλέον μια διαρκή και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, που πλήττει ιδιαίτερα τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα. Η παρατεταμένη περίοδος χαμηλών τιμών, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως από την παγκοσμιοποίηση, είχε δημιουργήσει την αίσθηση μιας σταθερής οικονομικής καθημερινότητας για τους δυτικούς καταναλωτές.
Η μεταφορά της παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας και πρώτων υλών είχε επιτρέψει στους καταναλωτές να απολαμβάνουν προϊόντα σε προσιτές τιμές, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της αέναης φθηνότητας.
Ο κορωνοϊός ανέτρεψε αυτό το μοντέλο. Οι εφοδιαστικές αλυσίδες διακόπηκαν, η παραγωγή μειώθηκε, ενώ η επαναφορά της απαιτεί χρόνο και σημαντικές επενδύσεις. Παράλληλα, η γεωπολιτική αστάθεια, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η ενεργειακή μετάβαση προς πράσινες μορφές ενέργειας, έχουν δημιουργήσει μια σύνθετη και επιβαρυντική για τα νοικοκυριά συγκυρία.
Οι τιμές των βασικών αγαθών, ιδιαίτερα της ενέργειας και των τροφίμων, έχουν αυξηθεί σημαντικά και δεν αναμένεται να επανέλθουν σε χαμηλά επίπεδα στο άμεσο μέλλον.
Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη, καθώς οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια θεωρούνταν παντοδύναμες, σήμερα διαθέτουν περιορισμένα εργαλεία. Μπορούν να αυξομειώνουν τα επιτόκια, να εκτυπώνουν χρήμα, να ενισχύουν εισοδήματα ή να υποστηρίζουν συναλλαγματικές ισοτιμίες, αλλά δεν μπορούν να αυξήσουν άμεσα την παραγωγή ενέργειας, να δημιουργήσουν νέους αγωγούς φυσικού αερίου ή να παράγουν αγροτικά προϊόντα.
Το κρίσιμο πρόβλημα δεν είναι η νομισματική επάρκεια, αλλά η επάρκεια προσφοράς. Η αύξηση της προσφοράς απαιτεί χρόνο, επενδύσεις και τεχνολογική πρόοδο, παράγοντες που δεν είναι άμεσα διαθέσιμοι και δεν μπορούν να επηρεαστούν από την κατανάλωση ή τη ζήτηση.
Οι οικονομικές συνέπειες για τα νοικοκυριά είναι σοβαρές. Ο πληθωρισμός κόστους πλήττει κυρίως τα εισοδήματα των μεσαίων και χαμηλών τάξεων, αφού η αύξηση των τιμών αφορά βασικά αγαθά όπως τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση. Σύμφωνα με στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2025, ο επίσημος πληθωρισμός στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 1,8%, υποχωρώντας από το 3,1% του Αυγούστου, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν στο 2,2%.
Ωστόσο, οι πραγματικές απώλειες για νοικοκυριά με εισόδημα περίπου 1.000 ευρώ μηνιαίως είναι σημαντικά υψηλότερες, δεδομένων των αυξημένων τιμών στα τρόφιμα και στην ενέργεια. Έτσι, το πρόβλημα για αυτούς τους καταναλωτές είναι ουσιαστικά τριπλάσιο από τον επίσημο δείκτη και η κοινωνική δυσαρέσκεια ανάλογη.
Η ιστορική αναδρομή δείχνει ότι το ζήτημα των αυξήσεων τιμών δεν είναι καινούριο, αλλά η ένταση της παρούσας συγκυρίας είναι πρωτόγνωρη. Στο παρελθόν, οι αυξήσεις τιμών μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με νομισματικά και δημοσιονομικά εργαλεία, ενώ η παραγωγή τροφίμων και ενέργειας ήταν σε μεγάλο βαθμό εγχώρια.
Σήμερα, η εξάρτηση από εισαγόμενα προϊόντα και η αναστολή εγχώριας παραγωγής, όπως για παράδειγμα η καλλιέργεια δημητριακών, έχει δημιουργήσει ένα ευάλωτο σύστημα, στο οποίο κάθε διαταραχή οδηγεί σε έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Χιλιάδες στρέμματα παραμένουν ακαλλιέργητα, παρά τον αυξανόμενο κίνδυνο ελλείψεων, ενώ η επαναφορά της παραγωγής απαιτεί χρόνο, τεχνολογικές επενδύσεις και στήριξη πολιτικών.
Η δημόσια συζήτηση συχνά εστιάζει στις ευθύνες και όχι στις λύσεις. Αν θεωρήσουμε πληθωρισμό την αυξηση των τιμών, η ευθύνη μεταφέρεται στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή τις επιχειρήσεις. Αν, αντιθέτως, θεωρήσουμε τον πληθωρισμό ως νομισματικό φαινόμενο, τότε η ευθύνη είναι των κεντρικών τραπεζών.
Ο Μίλτον Φρίντμαν τόνιζε ότι «ο πληθωρισμός είναι πάντα και σε κάθε περίπτωση ένα νομισματικό ζήτημα», αλλά η τρέχουσα κατάσταση δείχνει ότι οι αυξήσεις τιμών έχουν κυρίως δομικό χαρακτήρα και συνδέονται με την προσφορά και τα κόστη παραγωγής.
Οι συνέπειες της παρατεταμένης αύξησης τιμών είναι πολυεπίπεδες. Σε πρώτο χρόνο, τα νοικοκυριά δυσκολεύονται να καλύψουν τις καθημερινές ανάγκες, ενώ σε δεύτερο χρόνο, η οικονομική πίεση οδηγεί σε καθυστερήσεις πληρωμών και σε πιθανή κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας.
Η διάβρωση της αγοραστικής δύναμης πλήττει κυρίως τα νοικοκυριά που δεν μπορούν να απορροφήσουν το κόστος μέσω αποταμιεύσεων ή άλλων πόρων, αυξάνοντας τον κίνδυνο κοινωνικών εντάσεων.
Η μεσομακροπρόθεσμη αντιμετώπιση απαιτεί τρεις βασικές κινήσεις: συγκράτηση του κόστους παραγωγής, ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα αγαθά. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές επιδοτήσεων και στήριξης πρέπει να στραφούν προς την παραγωγική ανασυγκρότηση, την τεχνολογική καινοτομία και την αύξηση της προσφοράς σε βασικά προϊόντα.
Η διαχείριση του κόστους μέσω φορολογικών εργαλείων, όπως η διατήρηση υψηλών φόρων κατανάλωσης για τη χρηματοδότηση επιδοτήσεων, αποτελεί βραχυπρόθεσμο μέτρο που μπορεί να μετριάσει προσωρινά τις αυξήσεις, αλλά δεν αντιμετωπίζει το δομικό πρόβλημα.
Η παρατεταμένη συγκυρία υψηλών τιμών υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας. Η περίοδος χαμηλού κόστους χρήματος και η παγκοσμιοποίηση είχαν αδρανοποιήσει την εγχώρια παραγωγή και την προνοητικότητα των πολιτικών φορέων.
Τώρα, η χώρα και οι πολίτες καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον, στο οποίο η ασφάλεια των τιμών δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη και η οικονομική διαχείριση απαιτεί ενεργό συμμετοχή και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Συμπερασματικά, οι αυξήσεις τιμών δεν είναι προσωρινό φαινόμενο. Οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την καθημερινότητα για αρκετά χρόνια, με τα νοικοκυριά να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες στην κάλυψη βασικών αναγκών. Οι λύσεις υπάρχουν μόνο σε επίπεδο παραγωγής και πολιτικής στρατηγικής, όχι σε άμεση μείωση τιμών μέσω νομισματικών ή βραχυπρόθεσμων εργαλείων.
Η πρόκληση για την κοινωνία και τους πολιτικούς φορείς είναι να προσαρμοστούν γρήγορα σε ένα νέο οικονομικό περιβάλλον, να ενισχύσουν την εγχώρια παραγωγή και να προλάβουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που διαμορφώνει η παρατεταμένη αύξηση των τιμών.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει ότι η αδράνεια κοστίζει: τα νοικοκυριά θα πληρώσουν το κόστος των επιλογών τους και της έλλειψης επενδύσεων, είτε μέσω επιδοτήσεων είτε μέσω φορολογικών εργαλείων, ενώ μεγάλο μέρος του κόστους θα μετακυλιστεί και στις επόμενες γενιές.
Η πραγματική πρόκληση δεν είναι απλώς η διαχείριση των τιμών, αλλά η προσαρμογή της οικονομικής νοοτροπίας, η επανεκκίνηση της παραγωγής και η δημιουργία ενός ανθεκτικού συστήματος που θα μπορεί να ανταπεξέλθει στις διαρθρωτικές προκλήσεις του μέλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου